Γενική αρχή του πειθαρχικού δικαίου αποτελεί η καταρχήν αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της πειθαρχικής διαδικασίας έναντι κάθε άλλης δίκης ποινικής, αστικής ή διοικητικής. Εντούτοις ο επηρεασμός της πειθαρχικής δίκης από την ποινική είναι δεδομένος, λόγος για τον οποίο έχει εισαχθεί στο πειθαρχικό δίκαιο ο θεσμός της «επαναλήψεως της διαδικασίας», κατόπιν εκδόσεως ποινικής αποφάσεως.
Με διατάξεις και των τριών Κανονισμών Πειθαρχίας διατυπώνεται ο κανόνας της ανεξαρτησίας της ποινικής και πειθαρχικής διαδικασίας (άρθρα 62 παρ.5 ΣΚ 20- 1. 1702 παρ.3 ΔΝ και 11παρ.4 Καν.Πειθ. ΠΑ). Συγκεκριμένα οι διατάξεις αυτές, προβλέπουν ότι η πειθαρχική ποινή μπορεί να επιβληθεί είτε πριν, είτε μετά την εκδίκαση της υπόθεσης. Η ποινική καταδίκη δεν έχει ως απαραίτητη συνέπεια την επιβολή πειθαρχικής ποινής, ενώ η αθώωση από ποινικό δικαστήριο δεν εμποδίζει την επιβολή πειθαρχικής ποινής, αν στηρίζεται σε πράξεις που συνιστούν πειθαρχικά παραπτώματα. Στους Κανονισμούς δεν περιλαμβάνεται ρύθμιση σχετικά με την δέσμευση που προκύπτει για το πειθαρχικό όργανο, από απαλλακτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, όπως στον ΥΚ (άρθρο114 παρ.3). Αντιθέτως, ρητά ορίζεται ότι το πειθαρχικό όργανο δεν κωλύεται να εκδώσει απόφαση διαφορετική από εκείνη του ποινικού δικαστηρίου. Η πειθαρχική διαδικασία εξελίσσεται ανεξάρτητα από την ποινική, χωρίς να προβλέπεται η αναστολή της πρώτης, εκκρεμούσης της δεύτερης. Από καμία διάταξη δεν προκύπτει ότι το πειθαρχικό όργανο οφείλει να αναμείνει την απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, πριν εκδώσει την πειθαρχική απόφασή του. Αντιθέτως, σύμφωνα με τον κανόνα που θέτει ο ν.3883/10 στις γενικές διατάξεις του άρθρου 40 παρ.4, (που όμως αναφέρεται μόνο σε Αξιωματικούς των ΕΔ), ο πειθαρχικός έλεγχος είναι ανεξάρτητος από τις ανακριτικές πράξεις ή την ποινική δίωξη που τυχόν ασκείται παράλληλα ή έχει ασκηθεί επί της υπόθεσης. Η αναμονή της εξελίξεως της ποινικής δίκης, θα ερχόταν σε αντίθεση με το σκοπό της επιβολής της ποινής στις ‘Ενοπλες Δυνάμεις, που είναι η διασφάλιση της πειθαρχίας με την άμεση τιμωρία των παραπτωμάτων, ιδιαίτερα μέσω του συστήματος των συνήθων ποινών. Η αρχή της αμεσότητας της ποινής, σε σχέση με την τέλεση του παραπτώματος , προβλέπεται σε διατάξεις και των τριών Κανονισμών. Η ανεξαρτησία και η ταχύτητα ενεργοποίησης του πειθαρχικού ελέγχου στις ΕΔ, έχει σαν συνέπεια, στις περισσότερες περιπτώσεις, να έπεται της πειθαρχικής η έκδοση της ποινικής απόφασης.
Εάν μετά την επιβολή πειθαρχικής ποινής, εκδοθεί αθωωτική απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, τίθεται το ζήτημα της συμβατότητας της ποινής με το τεκμήριο αθωότητας που προκύπτει από την ποινική απόφαση. ΄Οπως εκτέθηκε παραπάνω (κεφ.6.4), στη περίπτωση της καταστατικής ποινής, δεν προβλέπεται η επανάληψη της διαδικασίας. Επισημαίνεται εξάλλου, ότι η τυποποίηση στον ΣΠΚ ως εγκλημάτων, συμπεριφορών των στρατιωτικών που άπτονται της εκτέλεσης των υπηρεσιακών τους καθηκόντων και της στρατιωτικής πειθαρχίας (ανυπακοή, εγκατάλειψη φυλακής, παράβαση στρατιωτικής εντολής, εξύβριση ανωτέρουκατωτέρου κ.α.), παράλληλα με τα υπηρεσιακά εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα, συνεπάγεται σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων, την ενεργοποίηση και των δύο διαδικασιών προς τη δίωξη του παραβάτη σε ποινικό και πειθαρχικό επίπεδο αντίστοιχα. Σύμφωνα εξάλλου με το άρθρο 7 του ν.δ. 1400/73 οι δικαστικές αρχές (στρατιωτικών και τακτικών δικαστηρίων), έχουν υποχρέωση να κοινοποιούν στο Αρχηγείο κάθε Κλάδου αντίγραφο κάθε αποφάσεως, απαλλακτικής και καταδικαστικής, βουλεύματος, καθώς και την άσκηση της ποινικής δίωξης σε βάρος Αξιωματικού εντός 15 ημερών από της εκδόσεώς τους.
Κατά τη νομολογία, οι παραπάνω περί αυτοτέλειας των διαδικασιών διατάξεις, ερμηνευόμενες υπό το φώς του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ, έχουν την έννοια ότι κατά τη γενική αρχή του πειθαρχικού δικαίου, το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από την αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου, ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του ποινικού αδικήματος, όταν η πειθαρχική δίωξη θεμελιώνεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά. H γενική αυτή αρχή γίνεται δεκτή και στο πειθαρχικό δίκαιο των Ενόπλων Δυνάμεων, αφού από καμία διάταξη δεν συνάγεται η μη εφαρμογή της.
Κατά παλαιότερη άποψη της νομολογίας, το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται μόνο αν στη δικαστική απόφαση δηλώνεται ρητά ότι το ποινικό δικαστήριο διαπίστωσε την ύπαρξη ή ανυπαρξία των επίμαχων πραγματικών περιστατικών και δεν αθωώνει τον κατηγορούμενο λόγω αμφιβολιών ή λόγω της άρσης του κολάσιμου χαρακτήρα της πράξης και ως εκ τούτου η λόγω αμφιβολιών ποινική αθώωση δεν απαγορεύει στο πειθαρχικό όργανο να εκτιμήσει με διαφορετικό τρόπο τα πραγματικά περιστατικά. Η προσθήκη από τη νομολογία του κρίσιμου όρου της μη κηρύξεως της αθωότητας λόγω αμφιβολιών, προκειμένου να δεσμευθεί το πειθαρχικό όργανο , είχε το μειονέκτημα ότι φαινόταν να αμφισβητείται εμμέσως πλήν σαφώς το αθωωτικό διατακτικό της ποινικής απόφασης, δηλαδή να θεωρείται ότι μια αθωωτική λόγω αμφιβολιών ποινική απόφαση έχει «μειωμένη ισχύ», με συνέπεια τον κλονισμό του τεκμηρίου αθωότητας.
Η νομολογία του ΕΔΔΑ έχει ασχοληθεί επ΄ευκαιρία πολλών υποθέσεων με την παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας. Εκτός από την θεώρησή του ως δικονομική εγγύηση στο πλαίσιο της δίκης, παρουσιάζει και την πτυχή της μη αντιμετώπισης ως ενόχων, ατόμων που αθωώθηκαν ή για τα οποία έπαυσε η ποινική δίωξη. Μετά τη παύση των ποινικών διώξεων, το τεκμήριο της αθωότητας επιβάλει να ληφθεί υπόψη σε κάθε μεταγενέστερη διαδικασία, οποιασδήποτε διαδικασίας και αν είναι, το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν έχει καταδικασθεί. Προϋποθέσεις που εξετάζονται είναι η ύπαρξη συνάφειας μεταξύ της κυρίως ποινικής δίκης και της μεταγενέστερης διοικητικής, η αθώωση από το ποινικό δικαστήριο, καθώς και η «θέση σε αμφιβολία» της αθωωτικής απόφασης, από τους όρους και τις εκφράσεις που χρησιμοποιεί η διοικητική απόφαση. Το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί ουσιαστική εγγύηση, ως στοιχείο της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, που κατοχυρώνει το σεβασμό της τιμής και της αξιοπρέπειάς του. Η αναγνώριση του τεκμηρίου αθωότητας ως προστατευτέου στοιχείου της προσωπικότητας, επέτρεψε τη σταδιακή εφαρμογή του άρθρου 6 παρ.2 και σε δικαστικές διαδικασίες, όχι απαραίτητα ποινικής φύσης, οι οποίες έπονται της κύριας ποινικής δίκης και είναι δυνατόν να αφορούν ζητήματα, που δεν σχετίζονται ευθέως άμεσα με την ποινική ευθύνη , όπως αυτή αναζητήθηκε στο πλαίσιο της κύριας ποινικής διαδικασίας. ΄Ετσι η κρίση του πειθαρχικού οργάνου, εάν παραγνωρίζει την προηγούμενη αθώωση του κατηγορηθέντος, παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητος. Η θέση αυτή του ΕΔΔΑ, σχετικά με την εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας, έχει διατυπωθεί επανειλημμένως στις υποθέσεις κατά της Ελλάδας για επιβολή πολλαπλού τέλους λαθρεμπορίας, παρά την αθωωτική ποινική απόφαση για το αδίκημα της λαθρεμπορίας.
Μετά την απόφαση του ΕΔΔΑ επί της υποθέσεως «Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας» εγκαταλείφθηκε από τη νομολογία η άποψη ότι σε περίπτωση αθωωτικής λόγω αμφιβολιών ποινικής απόφασης, δεν δεσμεύεται το πειθαρχικό όργανο, εναρμονιζόμενη με την άποψη ότι δυνάμει της αρχής in dubio pro reo που αποτελεί μία ιδιαίτερη έκφραση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας , καμία διαφοροποίηση δεν πρέπει να υφίσταται σύμφωνα με τους λόγους που επιλέγει κάθε φορά ο ποινικός δικαστής για την αθώωση. Το ΕΔΔΑ στη νομολογία του, έχει τονίσει σε πολλές αποφάσεις, ότι η λόγω αμφιβολιών αθώωση δεν συνεπάγεται καμία διαφοροποίηση ως προς την εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ.Στη νέα νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων, η ποινική αθωωτική απόφαση έστω και με αμφιβολίες, δεσμεύει απολύτως το πειθαρχικό όργανο. Η «εξαιρετικά περιοριστική ανάγνωση» της υποθέσεως «Σταυρόπουλος», το πραγματικό της οποίας σημειωτέον δεν αφορούσε τη σχέση ποινικής και πειθαρχικής δίκης (αλλά σχέση ποινικής δίκης με διοικητική διαδικασία του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας), δημιουργούσε έτσι μία υπερβολική δέσμευση για το πειθαρχικό όργανο.
Στο χώρο του πειθαρχικού δικαίου των Ε.Δ. η νομολογία είχε δεχθεί σε πολλές περιπτώσεις ότι η αθώωση λόγω αμφιβολιών δεν εισάγει διαφοροποίηση. Ειδικότερα το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζοντας κατ΄έφεση επί ακυρωτικών διαφορών σε πειθαρχικές υποθέσεις στρατιωτικών, έκρινε ότι αν μετά την επιβολή της ποινής, ο στρατιωτικός αθωωθεί από ποινικό δικαστήριο, ακόμη και με αμφιβολίες, η δε απόφαση με την οποία του επιβλήθηκε η ποινή στηρίχθηκε ως προς την πειθαρχική ευθύνη του και την επιμέτρηση της ποινής στις πράξεις για τις οποίες κρίθηκε αυτός αθώος, κλονίζεται η αιτιολογία της απόφασης στο σύνολό της. Τούτο διότι δεν είναι γνωστό σε ποια απόφαση θα κατέληγε αυτός που επέβαλε την πειθαρχική ποινή, αν είχε υπόψη του όλα όσα έκρινε το ποινικό δικαστήριο. Η νομολογιακή αυτή θέση αντιμετωπίζει το ζήτημα, μέσω της αρχής της αιτιολόγησης της πειθαρχικής απόφασης σε περίπτωση μεταγενέστερης ποινικής αθώωσης, δηλαδή η αθωωτική απόφαση εκλαμβάνεται ως μεταγενέστερο κρίσιμο στοιχείο του φακέλου , το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ακόμα και όταν εκδίδεται μετά την πρωτοβάθμια ακυρωτική δίκη και η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του κατ΄έφεση δικάζοντος Συμβουλίου της Επικρατείας.
Η δέσμευση όμως αυτή συντρέχει υπό την προϋπόθεση ότι τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία διώχθηκε ποινικώς ο στρατιωτικός, αλλά αθωώθηκε, ταυτίζονται πλήρως με αυτά για τα οποία του ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη. Εάν η διαπίστωση της ταύτισης αυτής είναι ευχερής για το ακυρωτικό Δικαστήριο, ακυρώνεται η απόφαση επιβολής ποινής , αν όμως κρίνεται ότι πρέπει να προκύψει μετά από ουσιαστικό έλεγχο , αναπέμπεται στη Διοίκηση για να τον διενεργήσει. Όταν εξάλλου διαπιστώνεται ότι δεν ταυτίζονται τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η επιβολή της ποινής, με τα αποδειχθέντα στο ποινικό δικαστήριο, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί η παραπάνω γενική αρχή και δεν δεσμεύεται το πειθαρχικό όργανο.
Κάθε άλλη απαλλακτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, πέραν της αθωωτικής ως προς τη συνδρομή των πραγματικών περιστατικών της κατηγορίας, έστω και με αμφιβολίες, έχει κριθεί ότι δεν δεσμεύει το πειθαρχικό όργανο επιβολής της ποινής. Επ΄ευκαιρία υποθέσεων πειθαρχικού δικαίου των Ε.Δ. η νομολογία έχει αποφανθεί ότι δεν δεσμεύει τον επιβάλοντα πειθαρχική ποινή, αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λόγω αμφιβολιών ως προς το δόλο, αφού με αυτή δεν διαπιστώθηκε η ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών. Επίσης απόφαση που έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο, αλλά ατιμώρητο λόγω συνδρομής προσωπικού λόγου απαλλαγής από την ποινή (έμπρακτη μετάνοια στο αδίκημα της υπεξαιρέσεως, περιστασιακός χρήστης για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών). Δεν αποτελεί αθωωτική απόφαση η απόφαση ποινικού δικαστηρίου που κήρυξε τη ποινική δίωξη απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, διότι ο τιμωρηθείς πειθαρχικώς, είχε ήδη καταδικασθεί για την ίδια αξιόποινη πράξη, που αποτελούσε αντικείμενο και της πειθαρχικής δίωξης, με απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου. Δεν δεσμεύει το πειθαρχικό όργανο κάθε αθωωτική απόφαση ελλείψει των στοιχείων της πράξης, όπως όταν η απαλλαγή εχώρησε, όχι για ανυπαρξία των πραγματικών γεγονότων, αλλά για την έλλειψη στοιχείου της αντικειμενικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος. Δεν δεσμεύουν επίσης πράξεις θέσης στο Αρχείο ποινικών υποθέσεων υφ΄όρον, λόγω ειδικής παραγραφής, κατ΄εφαρμογή νόμων που εξεδόθησαν για την επιτάχυνση και αποσυμφόρηση της ποινικής δικαιοσύνης. Η πράξη του Εισαγγελέα που έθεσε την υπόθεση στο αρχείο λόγω παραγραφής υφ΄όρον έχει μεν ποινικές συνέπειες που μπορούν να συγκριθούν με ποινική αθώωση, όμως η υποχρέωση του πειθαρχικού οργάνου συνίσταται στην αποδοχή των πραγματικών γεγονότων που συγκροτούν το πειθαρχικό παράπτωμα και που δέχθηκε το ποινικό δικαστήριο, το οποίο στη προκειμένη περίπτωση δεν διαπίστωσε ανυπαρξία τους. Δεν δεσμεύει το πειθαρχικό όργανο πράξη του Εισαγγελέα με την οποία τέθηκε στο Αρχείο ποινική δικογραφία για πράξη του τιμωρηθέντος πειθαρχικά (κατοχή ναρκωτικών), που τελέστηκε στο εξωτερικό από Υπξκό που μετείχε σε ειρηνευτική αποστολή, επειδή δεν υποβλήθηκε αίτηση για ποινική δίωξη από την Κυβέρνηση της ξένης χώρας (άρθρο 6 του Π.Κ).
Το ζητούμενο είναι αν η νομολογία αυτή εναρμονίζεται με τις θέσεις του ΕΔΔΑ για το τεκμήριο αθωότητας, που συνίστανται στην επέκτασή του σε όλες τις διοικητικές διαδικασίες που εξελίσσονται παράλληλα με τις ποινικές. Κατά το ΕΔΔΑ, η εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας συνάπτεται όχι με την ανυπαρξία κρίσης για τα πραγματικά περιστατικά, αλλά με την έλλειψη καταδικαστικής απόφασης, άποψη που γίνεται δεκτή και για τις πειθαρχικές διαδικασίες. ΄Ετσι στη περίπτωση που η ποινική διαδικασία λήξει πριν την πειθαρχική, τεκμαίρεται η αθωότητα, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο τερματίσθηκε η ποινική διαδικασία. Από την άλλη, στις υποθέσεις που το ΕΔΔΑ ασχολείται με υποθέσεις πειθαρχικής και ποινικής δίκης, εστιάζει στη μη αμφισβήτηση του αθωωτικού ποινικού διατακτικού, χωρίς να αποκλείει διαφορετική αντιμετώπιση της υπόθεσης του ίδιου προσώπου, υπό το πρίσμα διατάξεων της πειθαρχικής νομοθεσίας, οι οποίες ορίζουν άλλες προϋποθέσεις από τα οριζόμενα στη ποινική διαδικασία. Αν κατά την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων , δεν χρησιμοποιηθεί ορολογία που αναφέρεται σε ποινική ενοχή του τιμωρηθέντος, έχει κριθεί ότι δεν παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας ασχολήθηκε με την εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας στη πειθαρχική διαδικασία, σε περίπτωση εκδόσεως απαλλακτικής αποφάσεως του ποινικού δικαστηρίου, επ΄ευκαιρία ευθείας προσβολής κανονιστικής πράξεως, του Π.Δ/γματος που κύρωνε τον Πειθαρχικό Κώδικα της ΕΛ.ΑΣ., από τις ομοσπονδίες αστυνομικών. Αντικείμενο της ακυρωτικής δίκης, υπήρξε μεταξύ άλλων και η διάταξη που όριζε ότι το πειθαρχικό όργανο δεσμεύεται από αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, μόνο ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση η ποινική απόφαση συνεκτιμάται από το πειθαρχικό όργανο, που μπορεί να εκδώσει διαφορετική απόφαση.
Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την απόφαση που εξέδωσε, διαμόρφωσε εκ νέου νομολογία, λαμβάνοντας υπόψη αποφάσεις του ΕΔΔΑ που εκδόθηκαν επί υποθέσεων εφαρμογής του τεκμηρίου αθωότητας ειδικά στη πειθαρχική διαδικασία. Η νομολογία αυτή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τυγχάνει εφαρμογής και στο πειθαρχικό δίκαιο των Ενόπλων Δυνάμεων. ΄Εγινε έτσι δεκτό, ότι η διάταξη αυτή του πειθαρχικού δικαίου της ΕΛΑΣ, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ, δεδομένης της αυτοτέλειας της πειθαρχικής έναντι της ποινικής δίκης, η οποία δικαιολογείται εκ του ότι οι διατάξεις που διέπουν την πειθαρχική ευθύνη των αστυνομικών υπαλλήλων αποβλέπουν αποκλειστικά στη διασφάλιση της εσωτερικής πειθαρχίας του σώματος, η οποία έχει αναχθεί σε θεμελιώδη προϋπόθεση για την επίτευξη της αποστολής του και ως εκ τούτου τα προβλεπόμενα από το νομοθέτη πειθαρχικά παραπτώματα και ποινές έχουν ως σκοπό τον υπηρεσιακό σωφρονισμό των αστυνομικών οι οποίοι τελούν σε σχέση διοικητικής εξάρτησης προς το κράτος, λόγω της φύσης της υπηρεσίας που εκτελούν. Συνεπώς, τα πειθαρχικά όργανα, δεν υποχρεούνται να προβαίνουν στην αθώωση του πειθαρχικώς διωκομένου για τα αποδιδόμενα σ΄αυτόν πειθαρχικά παραπτώματα, εκ μόνου του λόγου ότι ο πειθαρχικώς διωκόμενος έχει αθωωθεί από το ποινικό δικαστήριο.
Η συγκλίνουσα μειοψηφία της παραπάνω αποφάσεως, αξιοποιώντας πιο ενεργά τις παραπάνω νομολογιακές θέσεις του ΕΔΔΑ, διατύπωσε την άποψη ότι «το διοικητικό πειθαρχικό όργανο διατηρεί τη δυνατότητα να αχθεί στο διαφορετικό συμπέρασμα, αποδεικνύοντας όμως με τη διατύπωση της αποφάσεώς του και τον εν γένει τρόπο ενεργείας του, ότι δεν αμφισβητεί, ούτε αμέσως ούτε εμμέσως την ποινική κρίση, αλλά ότι καταλήγει σε διαφορετικό διατακτικό κατά συνεκτίμηση, είτε των εν μέρει διαφορετικών πραγματικών περιστατικών των δύο υποθέσεων, είτε της κατά νόμο διαφοράς των προϋποθέσεων μεταξύ ποινικής και πειθαρχικής ευθύνης …».
Η νομολογία που διαμορφώθηκε με την παραπάνω απόφαση της Ολομελείας, ακολουθήθηκε και σε υποθέσεις υπηρετούντων στις ΕΔ. ΄Ετσι κρίθηκε ότι η απόφαση ποινικού δικαστηρίου που παύει λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη, δεν δεσμεύει τη Διοίκηση, γιατί δεν εξέφερε κρίση για την ύπαρξη ή ανυπαρξία των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούσαν το πειθαρχικό παράπτωμα και συνεπώς δεν απορρέει δέσμευση από αυτήν.
Τη θέση του για το τεκμήριο αθωότητας, με σχολιασμό της νομολογίας του ΕΔΔΑ, ανέπτυξε το Συμβούλιο της Επικρατείας και επ΄ευκαιρία της δίκης –πιλότου για την επιβολή της ποινής της αυτοδίκαιης αργίας σύμφωνα με την ήδη καταργηθείσα διάταξη του ν.4093/12. Δέχθηκε ότι καταρχήν το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ επεκτείνεται και εκτός του πλαισίου της ποινικής δίκης, σε πράξεις που ο εθνικός νομοθέτης έχει χαρακτηρίσει ως πειθαρχικά παραπτώματα ή διοικητικές κυρώσεις, στη συνέχεια όμως χωρεί έλεγχος επί τη βάσει των τριών κριτηρίων που έθεσε το ΕΔΔΑ, προκειμένου να διερευνηθεί εάν είναι ποινικού χαρακτήρα. ΄Όταν διαπιστωθεί ότι πρόκειται για αμιγώς πειθαρχικές κυρώσεις ή διοικητικά μέτρα, που δεν έχουν οποιοδήποτε σύνδεσμο με παράλληλη ή προηγηθείσα ποινική διαδικασία και στις οποίες δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε τέτοια διαδικασία, δεν γεννάται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ.
Εξάλλου δεν τίθεται ζήτημα δέσμευσης του πειθαρχικού οργάνου από απόφαση εκδοθείσα στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας, εκτός της ποινικής και δεν συνάγεται από τέτοια διαδικασία τεκμήριο αθωότητας. ΄Οπως έχει κριθεί , απόφαση υπέρ του πειθαρχικά διωκομένου, όπως η ακύρωση καταλογιστικής πράξης με απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου , δεν δεσμεύει το πειθαρχικό όργανο.