Με μια πρώτη ματιά θα μπορούσε κανείς να πει πως έννομο αγαθό που προστατεύεται με την ποινικοποίηση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής είναι η κρατική οικονομία και η προστασία των εσόδων που έχει το κράτος από τη φορολογία εισοδήματος, η περιουσία του δημοσίου ως fiscus.
Ωστόσο, μια προσεκτικότερη παρατήρηση μας αποκαλύπτει ουσιώδεις αποκλίσεις της φοροδιαφυγής από άλλα εγκλήματα κατά της περιουσίας όπως αυτά τυποποιούνται στο 24ο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα. Με τη φοροδιαφυγή δεν προσβάλλεται κατά κανόνα συγκεκριμένο και πριν από το αδίκημα προσδιορισμένο περιουσιακό μέγεθος του δημοσίου. Η ύπαρξη τέτοιου μεγέθους εξαρτάται από την κρίση του φορολογικού οργάνου πολύ χρόνο μετά από την τέλεση της πράξης που κρίνεται ως φοροδιαφυγή. Τόσο κατά τη νομοθεσία, όσο και στην καθημερινή πρακτική, ο προσδιορισμός του τελικά οφειλόμενου φόρου αποτελεί θέμα συνδιαλλαγής-συμβιβασμού του φορολογουμένου με τις φορολογικές αρχές και εκτίμησης των δύο μερών για την αξία ενός αντικειμένου ή μιας υπηρεσίας, δηλαδή της φορολογητέας ύλης. Από την εκτίμηση αυτή προσδιορίζεται ουσιαστικά και η ύπαρξη αξιοποίνου. Ωστόσο δημιουργεί πρόβλημα ο προσδιορισμός του αξιοποίνου με τόση προδικαστική εγκυρότητα από όργανα εκτός εκείνων που κατά το Σύνταγμα (άρθρο 96§1) είναι εντεταλμένα για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.
Αλλά δεν είναι μόνο η ρευστότητα του προσβαλλόμενου με τη φοροδιαφυγή συμφέροντος του δημοσίου που δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά όσον αφορά τον προσδιορισμό συγκεκριμένου εννόμου αγαθού. Όπως προκύπτει από την προσεκτική ανάγνωση των άρθρων, αδίκημα φοροδιαφυγής υπάρχει κατά κανόνα εφόσον ο φόρος που διαφεύγει υπερβαίνει ορισμένο ύψος. Σε καμία όμως περίπτωση εγκλήματος κατά της περιουσίας, ούτε ακόμα κατά της ιδιοκτησίας, δεν υπάρχει τέτοια ιδιομορφία. Και αν η κλοπή ευτελούς αξίας τιμωρείται με μικρότερη ποινή, ή μπορεί να κριθεί και ατιμώρητη ή μη αξιόποινη αν τελέστηκε από ανάγκη, ωστόσο πάλι κατά το νόμο αποτελεί κλοπή. Η φοροδιαφυγή όμως κάτω από το οριζόμενο στο νόμο όριο (στις περισσότερες περιπτώσεις – πλην της φοροδιαφυγής δι’ εκδόσεως ή αποδοχής πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, στην οποία βέβαια ενυπάρχει και η πλαστογραφία ή η απάτη) δεν είναι καν αντικειμενικά έγκλημα (!) . Και είναι στην αρμοδιότητα του κάθε αρμόδιου υπαλλήλου της φορολογικής αρχής που προσδιορίζει το ποσό του φόρου που διέφυγε να προσδιορίσει το ποσό κατά τέτοιο τρόπο ώστε ανάλογα η φοροδιαφυγή του κάθε πολίτη να αποτελεί ή όχι αξιόποινη πράξη (!) . Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην περίπτωση του συνολικού για κάθε φορολογία διοικητικού ή δικαστικού συμβιβασμού της ή της με άλλο τρόπο ολικής διοικητικής περαίωσης της διαφοράς, δεν εφαρμόζονται οι ποινικές διατάξεις του νόμου αυτού, άρα δεν ασκείται ποινική δίωξη ούτε για περιπτώσεις φοροδιαφυγής που με βάση τα ποσά που διαφεύγουν αποτελούν αξιόποινες πράξεις.
Κατά τα ανωτέρω, και αν ακόμα «φαίνεται» ως προστατευόμενο από το νόμο έννομο αγαθό η κρατική οικονομία και η προστασία των εσόδων που έχει το κράτος από τη φορολογία εισοδήματος, η περιουσία του δημοσίου ως fiscus, ωστόσο κατά την ορθότερη άποψη στη φοροδιαφυγή πραγματικά δεν υπάρχει προστατευόμενο έννομο αγαθό, και για αυτό έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το άρθρο 7§1 του Συντάγματος, καθώς αφενός δεν μπορεί να προδιαγραφεί εκ των προτέρων αν μία συμπεριφορά είναι αξιόποινη ή όχι, αφού επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του φορολογικού οργάνου να καθορίσει το ύψος του επιβαλλόμενου φόρου και το ύψος του φόρου που διαφεύγει, αφετέρου το μέγεθος της περιουσίας του δημοσίου που προσβάλλεται δεν είναι ορισμένο ούτε κατά τη στιγμή της τέλεσης της πράξης αλλά πολύ μεταγενέστερα. Έτσι, βέβαια, αντιβαίνει στην συνταγματική αρχή του προγενέστερου ορισμένου ποινικού νόμου του άρθρου 7§1 του Συντάγματος.
Όμιλος Νομικών Σωκράτη Προβατά
Εξειδικευμένοι στο Ποινικό Δίκαιο
Γιατί η υπεράσπιση σας χρειάζεται το σωστό Δικηγόρο