Σε περίπτωση που ένας εκ των γονέων παύσει να ασκεί την επιμέλεια, λόγω θανάτου, κήρυξης σε αφάνεια ή έκπτωσης, αδυναμίας άσκησής της για πραγματικούς λόγους ή λόγω δικαιοπρακτικής ανικανότητας, η γονική μέριμνα ασκείται από τον έτερο γονέα.
Η έναρξη του δικαιώματος συμπίπτει με την γέννηση του ανηλίκου τέκνου, εφόσον βρίσκεται εν ζωή τουλάχιστον ένας εκ των γονέων του και η παύση του συμπίπτει με τη ενηλικίωση του τέκνου ή τον θάνατό του ή την κήρυξή του σε αφάνεια. Διαφορετικά το τέκνο τελεί υπό επιτροπεία (1598 ΑΚ).
Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου. Σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας, αρμόδιο να αποφασίσει είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο αποφασίζει πάντα με γνώμονα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου, σεβόμενο την αρχή της ισότητας μεταξύ των δύο γονέων και χωρίς διακρίσεις φύλου, φυλής, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή περιουσιακής κατάστασης.
Σε περιπτώσεις διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου, αρμόδιο να αποφασίσει για την τύχη της γονικής μέριμνας και για το ποιος θα είναι ο φορέας άσκησής της είναι το Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο), το οποίο μπορεί να αποφασίσει η γονική μέριμνα να ασκείται εφεξής είτε από έναν μόνο γονέα είτε και από τους δύο από κοινού (εάν συμφωνούν οι γονείς, ορίζοντας ταυτόχρονα και τον τόπο διαμονής του ανηλίκου τέκνου). Συνήθως το δικαστήριο κατανέμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων.