Από τις διατάξεις των άρθρων 507 και 473 §§ 1 και 3 ΚΠΔ, προκύπτει ότι οπουδήποτε διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης είναι δέκα ημέρες, και αν η δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης έγινε με παρόντα τον κατηγορούμενο, αρχίζει από τότε, που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωρισθεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται για το σκοπό αυτό από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, αν δε η δημοσίευση αυτής έγινε με απόντα τον κατηγορούμενο (αρχίζει) από τότε που θα επιδοθεί η καταχωρημένη στο ειδικό βιβλίο τελεσίδικη απόφαση.
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 476 § 1 ΚΠΔ, όταν, μεταξύ άλλων, σ’ αυτό αναφερομένων περιπτώσεων, το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπροθέσμως, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που είχε προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που το άσκησε.
Περαιτέρω, κατά τη γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία κανείς δεν μπορεί να υποχρεωθεί στα αδύνατα, είναι επιτρεπτή η εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου όταν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, αλλά στην εξαιρετική αυτή περίπτωση, εκείνος που το ασκεί οφείλει να αναφέρει στη δήλωση ασκήσεώς του το λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή του (άρθρο 474§. 2 ΚΠΔ).
Ως ανωτέρα βία δε, νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικώς επιμέλειας και συνέσεως, ανυπέρβλητο δε κώλυμα θεωρείται εκείνο το οποίο οπωσδήποτε δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαδίκου που ασκεί το ένδικο μέσο και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί από αυτόν με κανένα τρόπο (Ολ.ΑΠ 15/1987 και 763/1987, ΑΠ 183/2008). Η πληττόμενη απόφαση καταχωρείται καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο του αρθρ 9 Ν 969/79, στις 16/12/2009, οπότε και αρχίζει η προθεσμία προς άσκηση της αίτησης αναίρεσης.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠΔ προκύπτει, ότι για το κύρος και, κατ’ ακολουθία, το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ’ αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 ΚΠΔ).
Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει το λόγο αναίρεσης, χωρίς αναφορά των περιστατικών, που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπωμένος στην έκθεση αναίρεσης λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναίρεσης, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 § 2 ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αίτησης αναίρεσης.
Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 § 1 Δ’ ΚΠΔ λόγου αναίρεσης για έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται -ως προς το παραδεκτό του -από τους άλλους λόγους αναίρεσης, ούτε από τον αντίστοιχο λόγο επί βουλευμάτων, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της απόφασης ή οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν, από το δικαστήριο της ουσίας (Α.Π.Ολ. 19/2001 – ΑΠ.ΟΛ. 2/2002 – ΑΠ 360/2006 -ΑΠ 1842/2007). Ούτε αρκεί για το ορισμένο του λόγου να γίνεται επίκληση έννοιας της αναιρετικής πλημμέλειας που δίνεται σ’ αυτήν από την πάγια νομολογία και θεωρία της κρατούσας νομολογίας και θεωρίας.
