Η παρούσα διάταξη αποτελεί τον κορµό της ποινικής καταστολής για τη διακίνηση των ναρκωτικών. Παρέχει τον ορισµό της «διακίνησης» των ναρκωτικών, καθώς και ενδεικτικά παραδείγµατα των µορφών υπό τις οποίες εµφανίζεται η πράξη αυτή.
Ως διακίνηση ναρκωτικών, όπως άλλωστε έχει κριθεί από το Ακυρωτικό µας, νοείται κάθε πράξη «µε την οποία συντελείται ή διευκολύνεται η κυκλοφορία των ουσιών αυτών, βάσει οποιασδήποτε αιτίας». Το βασικό έγκληµα της διακίνησης ναρκωτικών είναι υπαλλακτικώς µικτό. Οι µορφές (τρόποι) τέλεσής του περιγράφονται ενδεικτικά («ιδίως») στην παρ. 1 του άρθρου 20 και ουσιαστικά αποτελούν το µεγαλύτερο µέρος των «βασικών εγκληµάτων» του άρθρου 20 ν. 3459/2006.
Η νέα διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 διευρύνει το έγκληµα της διακίνησης (σε όλες τις µορφές τέλεσής του) όχι µόνο όταν αφορά σε ναρκωτικές ουσίες, αλλά και όταν αναφέρεται και σε πρόδροµες ουσίες (« ... συντελείται η κυκλοφορία ναρκωτικών ή πρόδροµων ουσιών ... »), σε αντίθεση µε την προηγούµενη νοµοθεσία όπου όσον αφορά τις πρόδροµες ουσίες αξιόποινες (σύµφωνα µε το άρθρο 20 παρ. 1 περ. ε΄ του ν. 3459/2006) ήταν µόνο η εισαγωγή, προµήθεια, παραγωγή, παρασκευή, πώληση, διάθεση, µεταφορά, κατοχή και διανοµή πρόδροµων ουσιών.
Τυποποιείται ως βασικό έγκληµα (άρθρο 20 του Ν. 4139/2013) η παράνοµη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, χαρακτηρίζεται κακούργηµα και τιµωρείται µε κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ ετών (8 – 20 έτη) και, σωρευτικά, µε χρηµατική ποινή µέχρι 300.000 ευρώ, ενώ διατηρούνται µε βελτιώσεις οι ήδη προβλεπόµενες (άρθρα 36 επ.) παρεπόµενες ποινές και µέτρα ασφαλείας (απαγόρευση άσκησης επαγγέλµατος, δήµευση, απαγόρευση διαµονής).
Εντελώς άσκοπη και ανορθολογική κρίθηκε η διατήρηση ως εγκλήµατος της από αµέλεια διακίνησης ναρκωτικών ουσιών, η οποία πλέον είναι ατιµώρητη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε (βλ. άρθρο 2 ΠΚ).
Απαιτείται δόλος του δράστη, ο οποίος συνίσταται αφενός στην επιδίωξή του να παραγάγει το παράνοµο αποτέλεσµα ή στην αποδοχή του αποτελέσµατος αυτού και αφετέρου στη γνώση (βέβαια ή ενδεχόµενη) του αποτελέσµατος. Δηλαδή πρέπει ο δράστης τουλάχιστον να έχει τη γνώση ενδεχόµενου δόλου και να αποδέχεται να διακινήσει ναρκωτικές ουσίες. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαµβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόµο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος, όπως η εν γνώσει ορισµένου περιστατικού (άµεσος δόλος) ή ορισµένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήµατα µε υπερχειλή υποκειµενική υπόσταση).
Κρίθηκε αναγκαίο να τυποποιείται το βασικό έγκληµα διακίνησης ναρκωτικών (κακούργηµα) µε το λιτότερο δυνατό τρόπο, µε νοµοτεχνική αρµονία προς τους συνήθεις κυρωτικούς κανόνες του ποινικού δικαίου. Προς αυτό, αντί της παρωχηµένων εποχών παραθετικής διατύπωσης πολυάριθµων τρόπων τέλεσης, η οποία, πέραν του πολυσχιδούς της έκφρασης, ενέχει και τον κίνδυνο να µην είναι η παράθεση εξαντλητική, προτιµήθηκε η χρησιµοποίηση της λέξης «παράνοµα διακινεί» στον κυρωτικό κανόνα και ακολούθως σε ερµηνευτική παράγραφο παρατέθηκαν ενδεικτικά οι τρόποι τέλεσης. Με τον τρόπο αυτό καταστρώνεται ένα υπαλλακτικώς µικτό έγκληµα, παράλληλα δε επιλύεται οριστικά και το ζήτηµα της τέλεσης περισσότερων πράξεων διακίνησης αναφορικά µε την ίδια ποσότητα ναρκωτικών.
Έτσι επιτυγχάνεται η ήδη θεσµοθετηµένη αυστηρή µεταχείριση των διακινητών να µην φτάνει πάντως στην υπερβολή της αληθινής συρροής επιµέρους πράξεων διακίνησης για την ίδια ποσότητα ναρκωτικών.