Κεντρικό σηµείο της γενικότερης φιλοσοφίας της νοµοθετικής ρύθµισης είναι η επιχειρούµενη διάκριση µεταξύ διακινητών ή εµπόρων και χρηστών και η διαφοροποιηµένη µεταχείρισή τους. Η διάκριση αυτή κατέδειξε και στο νοµοθετικό πεδίο τις δυσκολίες που τη συνοδεύουν στην πράξη και κατέληξε πρόσφατα, µετά από σταδιακή αναγνώριση του προβλήµατος της διαπλοκής χρήσης και µικροδιακίνησης, σε µια αντιµετώπιση της µικροδιακίνησης – ειδικά µεταξύ χρηστών – που πλησιάζει πολύ περισσότερο τη µεταχείριση των χρηστών παρά αυτή των διακινητών. Η κατεύθυνση της επιεικούς µεταχείρισης των χρηστών, εξάλλου, στρέφεται στη λογική της κοινωνικής τους επανένταξης µε αναγνώριση των θεραπευτικών προγραµµάτων ως χρόνου έκτισης της ποινής, της µετατροπής και της αναστολής εκτέλεσης της ποινής, της ευνοϊκής υπό όρο απόλυσης, ενώ η συνολική εικόνα για τους χρήστες συµπληρώνεται µε την αναγνώριση ορισµένων στενών διεξόδων ατιµωρησίας µετά τη γενική απόρριψη του µη αξιόποινου της χρήσης.
Το άρθρο 21 του Ν. 4139/2013 τυποποιεί περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών που εµφανίζουν ελαττωµένη αντικειµενική ή υποκειµενική απαξία. Ως εκ τούτου το περιεχόµενό του είναι τελείως διαφοροποιηµένο εν σχέση µε εκείνο του ταυτάριθµου άρθρου της προηγούµενης νοµοθεσίας (Κ.Ν.Ν.). Οι προνοµιούχες αυτές µορφές τέλεσης των εγκληµάτων διακίνησης τιµωρούνται µε ποινή φυλάκισης µέχρι τρία χρόνια. Η καινοτόµος αυτή ρύθµιση υπηρετεί την αρχή της αναλογικότητας βάρους εγκλήµατος – ποινής και στηρίζεται επιπλέον στην παρατήρηση ότι ως τώρα η νοµολογία επιχειρούσε να σταθµίσει αντίστοιχες περιπτώσεις µε προσφυγή στην αναγνώριση ελαφρυντικών υπέρ του δράστη περιστάσεων. Μπορεί να γίνει λόγος κάπως απλά για περιπτώσεις «µικροδιακίνησης».