
Η τεχνολογική εξέλιξη στο πεδίο του ποινικού δικαίου έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές, τόσο στο στάδιο της προδικασίας όσο και κατά την διάρκεια της κύριας- αποδεικτικής διαδικασίας. Ειδικότερα, μετά την αποκωδικοποίηση του DNA, δόθηκε στη Δικαστική εξουσία ένα όπλο αυξημένης αποδεικτικής ισχύος λόγω ακριβώς της υποτιθέμενης «αντικειμενικότητας» και «καθολικής ορθότητας» του εργαλείου αυτού, που έγκειται στον επιστημονικό χαρακτήρα του. Η γενικότερη αντίληψη που επικρατεί στους κλάδους της δικαιοσύνης (Δικαστικό και Εισαγγελικό Σώμα, δικηγόροι, Αστυνομία κλπ) είναι ότι η τεχνολογία που περιβάλλει την ανάλυση του DNA είναι πολύ πιο αξιόπιστη από την χρήση άλλων μεθόδων, όπως πχ την λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων, και για τον λόγο αυτό θεωρείται ότι αποτελεί ένα από τα πιο αξιόπιστα αποδεικτικά όπλα στην ποινική δίωξη των εγκλημάτων.
Από δικονομικής απόψεως, η ανάλυση του γενετικού υλικού (DNA) κατατάσσεται στις πραγματογνωμοσύνες, εφόσον εντάσσεται και στο συγκεκριμένο κεφάλαιο του ΚΠΔ.
Η συναίνεση στη λήψη και ανάλυση του γενετικού υλικού, η χρήση βίας για την απόσπαση του
Όσον αφορά τη δυνατότητα υποχρεωτικής λήψης γενετικού υλικού, κατά το άρθρο 200Α ΚΠΔ, σύμφωνα με την ερμηνεία των θεωρητικών, η διάταξη αναφέρεται αποκλειστικά στο ότι δεν απαιτείται η συναίνεση του κατηγορουμένου για την διεξαγωγή της ανάλυσης αυτής, ενώ ταυτόχρονα απαγορεύεται η άσκηση βίας. Επιπρόσθετα, η νομολογία της ΕΔΔΑ, έκρινε ότι λόγω του ότι οι γενετικές πληροφορίες ενός ανθρώπου αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, η βίαιη αφαίρεση τους, συνιστά βασανιστήριο εις βάρος του κατηγορουμένου. Όλα τα παραπάνω ήρθε να αναιρέσει η υπ’ αριθμόν 15/2011 εισαγγελική γνωμοδότηση του Αντιεισαγγελέα του Α.Π. Αθανάσιου Κονταξή, που πλέον καθιέρωσε ότι στη σύγκρουση των ατομικών συνταγματικών δικαιωμάτων της αξιοπρέπειας και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων του κατηγορουμένου αφενός, και του εννόμου αγαθού της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας και του δημοσίου συμφέροντος, υποχωρούν τα ατομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου.
Με άλλα λόγια αποσαφήνισε ότι η βίαιη λήψη είναι επιβεβλημένη. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη εισαγγελική γνωμοδότηση : « Η ποινική δίκη είναι υπόθεση όλων μας, η δε ασφάλεια είναι μια κρατική αποστολή συνταγματικής περιωπής. Γι` αυτό, στην ποινική δίκη ισχύει η αρχή της δημόσιας αυτεπάγγελτης δίωξης των εγκλημάτων, που γίνεται από εμπιστευμένα γι αυτό όργανα της πολιτείας, και γι αυτό, σε κάθε περίπτωση, η ποινική δίκη κυριαρχείται από την αρχή της αναζητήσεως της ουσιαστικής αλήθειας (δηλ. της αληθείας εκείνης η οποία ανταποκρίνεται όσο το δυνατόν περισσότερο στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, και, συνεπώς, υφίσταται όχι μόνο δικαίωμα αλλά ταυτόχρονα υποχρέωση αναζητήσεως όλων εκείνων των στοιχείων που σχετίζονται με την επίδικη πράξη), πράγμα που σημαίνει ότι σ` αυτή είναι δεκτό, κατ` αρχήν, κάθε αποδεικτικό μέσο, δηλ. κάθε πηγή από την οποία μπορεί να αντληθεί χρήσιμο στοιχείο για την διαλεύκανση ενός «πραγματικού» που συνιστά έγκλημα και ποία η σχέση αυτού προς ορισμένο άτομο που κατηγορείται γι’ αυτό, έτσι ώστε να σχηματισθεί πεποίθηση περί τούτου- πρβλ. άρθρο 239, 251, 274, 327, 352 επ. ΚΠΔ. Έτσι, η ποινική δίκη έχει, ως εκ της φύσεως της, καταναγκαστικό χαρακτήρα, η δε διενέργεια των αναγκαίων ανακριτικών πράξεων ή μέτρων δικονομικού καταναγκασμού δεν εξαρτάται από τη θέληση του ατόμου (= υπόπτου-κατηγορουμένου).Όμως, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και η κατοχύρωση-προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτου που ακόμα δεν είναι ένοχος, και τα δικαιώματα του οποίου έτσι βρίσκονται σε αντιπαλότητα με τους ανωτέρω σκοπούς.
Όπως επίσης είναι γνωστόν, οι γενετικές πληροφορίες που συνάγονται από οποιοδήποτε βιολογικό δείγμα άγνωστης προέλευσης είναι σε θέση να οδηγήσουν σχεδόν απόλυτα στην εξακρίβωση της ταυτότητας του υποκειμένου τους, αφού το «γενετικό προφίλ» κάθε ανθρώπου είναι μοναδικό. Συνεπώς, στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας συμβάλει τα μέγιστα στους σκοπούς της ανάκρισης, ήτοι στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας σε σχέση με συγκεκριμένο έγκλημα και τη σχέση αυτού με το συγκεκριμένο άνθρωπο που κατηγορείται γι αυτό. Όχι μόνο αυτό, αλλά πάνω από όλα βοηθάει στην ελευθέρωση αθώων που άδικα καταδικάστηκαν (βλ. Βουτσαρά, Συνήγορος 2001, σελ. 268), ήτοι στην αξιοπρέπεια των αθώων. Ενόψει της σπουδαιότητας αυτού του αποδεικτικού μέσου και του σκοπού που γίνεται, αν και μπορεί να αποτελεί επέμβαση σε συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του ανθρώπου -βλ. άρθρο 9Α αλλά και άρ. 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 5, 7 παρ. 2 Σ.- εντούτοις δεν προσκρούει σ` αυτά (βλ. και την έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής στο άρ. 5 του νομοσχεδίου που έγινε νόμος = 2928/2001, σελ. 3), έστω και αν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του κατηγορουμένου, και δη όταν την προβλέπει, και δη ρητά, ο νόμος, και δη το άρθρο 200Α ΚΠΔ (και εφόσον, εννοείται, γίνεται σύμφωνα με το νόμο αυτό, ο οποίος κρίνεται ότι συνάδει με το Σύνταγμα και τα διεθνή κείμενα), διότι κρίνεται ότι ο σκοπός που επιδιώκεται είναι ανώτερος -υπέρτερος- από τα φερόμενα ως θιγόμενα δικαιώματα του ανθρώπου.»