Στο Πρώτο Κεφάλαιο του δικονομικού μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, ρυθμίζονται τα σχετικά με τα δικαστήρια και τα δικαστικά πρόσωπα που συνθέτουν τη στρατιωτική Δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 167 ΣΠΚ, το οποίο είναι το πρώτο άρθρο του πρώτου κεφαλαίου του δικονομικού μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, ορίζεται ότι η ποινική δικαιοσύνη στο στρατό απονέμεται από τα στρατιωτικά δικαστήρια και τον Άρειο Πάγο. Στο άρθρο αυτό του ΣΠΚ, περιλαμβάνονται δύο από τις βασικές επιταγές του άρθρου 96 παρ.
Στο Τρίτο Κεφάλαιο, ρυθμίζεται η διαδικασία που ακολουθείται στο στάδιο της προδικασίας. Ορίζεται, λοιπόν, ότι ο Εισαγγελέας του Στρατοδικείου ασκεί την ποινική δίωξη και μπορεί να παραγγείλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως ή προανακρίσεως που θα διεξαχθούν από Αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων ή τους ανακριτικούς υπαλλήλους των άρθρων 33 και 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Οι Στρατιωτικοί Δικαστές, οι Δικαστικοί Γραμματείς και το υπόλοιπο στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό του Στρατοδικείου δηλώνουν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την εκάστοτε ισχύουσα διεύθυνση κατοικίας τους με το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής και τον τηλεφωνικό αριθμό της οικίας του. Με μέριμνα του Γραμματέα του Δικαστηρίου συντάσσεται σχετικός πίνακας με αυτά τα στοιχεία, αντίγραφο του οποίου δίνεται στον Πρόεδρο και στον Εισαγγελέα του Στρατοδικείου, ενώ άλλο αντίγραφο τηρείται σε φάκελο που έχει ο Γραμματέας Υπηρεσίας.
Το Δικαστικό Συμβούλιο του Στρατοδικείου Αθηνών διασκέπτεται για κάθε υπόθεση σε ημέρες και ώρες που προσδιορίζει γραπτώς ή προφορικώς ο Προεδρεύων του Δικαστικού Συμβουλίου στρατιωτικός δικαστής. Τα τμήματα συντίθενται μόνο από Στρατιωτικούς Δικαστές (στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι Πάρεδροι).
Στο Δεύτερο Κεφάλαιο του δικονομικού μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα περιλαμβάνονται οι διατάξεις για τη δικαιοδοσία των στρατιωτικών Δικαστηρίων. Βασικός κανόνας είναι ότι σε αυτά υπάγονται μόνο όσοι έχουν την ιδιότητα του στρατιωτικού κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, καθώς και οι αιχμάλωτοι πολέμου (άρθρο 193 παρ. 1 ΣΠΚ). Ορισμένες, βέβαια, διατάξεις του ουσιαστικού μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα έχουν ως υποκείμενα των εγκλημάτων και ιδιώτες.
Οι αποφάσεις των πρωτοβαθμίων πειθαρχικών συμβουλίων προσβάλλονται με ενδικοφανή προσφυγή, η οποία εκδικάζεται ενώπιον των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων. Περαιτέρω, οι αποφάσεις δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων σε βάρος στρατιωτικών, υπόκεινται κατ’ αρχήν σε αίτηση ακυρώσεως που ασκείται ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 95 παρ. 1 α΄του Συντάγματος. Σύμφωνα με την ειδική διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. α΄ ν.
Η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει την αναλογία μεταξύ του επιβαλλόμενου επαχθούς μέτρου της πειθαρχικής ποινής και της ωφέλειας που προκύπτει από αυτό, υπό την έννοια ότι πρέπει να είναι κατάλληλο, αναγκαίο και το ηπιότερο, προκειμένου να εξυπηρετηθεί το συμφέρον της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας. Η πράξη επιβολής πειθαρχικής ποινής ελέγχεται για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας από τον ακυρωτικό δικαστή για υπέρβαση ή μη των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, μέσω του ελέγχου της αιτιολογίας της πράξης.
Με δεδομένο ότι η πράξη επιβολής ποινής είναι διοικητική πράξη, ισχύει ο κανόνας του άρθρου 17 του Κ.Δ.Δ/σίας που κατοχυρώνει νομοθετικά την υποχρέωση αιτιολογίας όλων των ατομικών πράξεων. Πριν την θέση σε ισχύ του Κώδικα, το Συμβούλιο της Επικρατείας , διαπλάθοντας την κατασκευή των «εκ φύσεως αιτιολογητέων πράξεων», είχε κατατάξει σε αυτές τις διοικητικές πράξεις με πειθαρχικό και γενικότερα κυρωτικό χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών πράξεων επιβολής πειθαρχικών ποινών σε στρατιωτικούς των ΕΔ.
Σε ό,τι αφορά την επιβολή καταστατικών ποινών, διακρίνονται δύο περιπτώσεις: Την απόφαση επιβολής της καταστατικής ποινής της πρόσκαιρης παύσης, χωρίς απόφαση Πειθαρχικού Συμβουλίου (για Αξιωματικούς και Ανθυπασπιστές) και τη γνωμοδότηση του Πρωτοβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου για την επιβολή ή μη καταστατικής ποινής (πλην αυτής της πρόσκαιρης παύσης) για Αξιωματικούς και Υπαξιωματικούς.
Our firm has an excellent reputation and is known for providing quality, individualized service and attention to clients needing services. Our team members are specialized in different fields of law. Do not hesitate to contact us and we will redirect you to the most suitable lawyer taking into account the nature of your case.