
Από το γράμμα του άρθρου 299 ΠΚ προκύπτει ότι όποιος σκοτώνει άλλον με πρόθεση τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη , ενώ αν η εν λόγω πράξη έχει αποφασιστεί και εκτελεστεί σε βρασμό ψυχικής ορμής η απειλούμενη ποινή μετατρέπεται σε πρόσκαιρη κάθειρξη.-
Υπάρχει δηλαδή διάκριση ανάμεσα στη βασική μορφή ανθρωποκτονίας και στην ανθρωποκτονία εν βρασμώ ψυχικής ορμής , ήτοι σε μια προνομιούχα μορφή.
Το κριτήριο της διάκρισης εντοπίζεται στο εάν η εκτέλεση και η απόφαση της εκτέλεσης του εγκλήματος έγιναν σε κατάσταση ψυχικής ηρεμίας ή σε κατάσταση ψυχικής ορμής.-
Αυτό σημαίνει ότι για να εφαρμοστεί το άρθρο 299 παρ. 1 πρεπει το Δικαστήριο να πειστεί ήτοι να αποδειχθεί ότι το έγκλημα αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε κατάσταση ψυχικής ηρεμίας.
Όπως γίνεται δεκτό στη θεωρία και τη νομολογία απαιτείται να υπάρχει στο Δικαστήριο απόλυτη βεβαιότητα ότι το έγκλημα αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε κατάσταση ψυχικής ηρεμίας .- Από την έλλειψη βρασμού ψυχικής ορμής δεν τεκμαίρεται η ψυχική ηρεμία.- Το Δικαστήριο οφείλει για την πληρότητα της καταδικαστικής για ανθρωποκτονία απόφασης να αναφέρει αν εκείνος που καταδικάστηκε αποφάσισε και εκτέλεσε την πράξη σε βρασμό ψυχικής ορμής ή σε ήρεμη ψυχική κατάσταση.-
Η ψυχική ηρεμία συνεπάγεται τη συνειδησιακή διάυγεια την ψύχραιμη και ήρεμη σκέψη τη νηφάλια στάθμευση των αιτιών που οδηγούν στο έγκλημα , ενώ βρασμός ψυχικής ορμής είναι κάθε υπερδιέγερση συναισθήματος ή πάθους αποκλείουσα την ήρεμη σκέψη.
Αν ο αποκλεισμός της ήρεμης σκέψης οφείλεται σε αιφνίδια υπερένταση αν αυτή δεν είναι ξαφνική και απότομη δεν έχει σημασία για την κατάφαση του βρασμού ψυχής .- Ο νομοθέτης δεν ενδιαφέρεται για αιφνίδια ή απότομη ένταση της ορμής αλλα για βρασμό ψυχικής ορμής και ως τέτοια νοείται κάθε ψυχική ώθηση όπως τάση , πόθοι , διάθεση που έχει προκαθορισμένη κατεύθυνση σκοπό και αντικείμενο , και καλύπτει κάθε υπερένταση συν αισθήματος ή πάους ‘όπως οργής , μίσους, φόβου, ζήλιας,θλίψης ,απελπισίας κλπ..
Με τον όρο ανθρωποκτονία εν βρασμό ψυχικής ορμής αναφερόμαστε στη συμπεριφορά κατά την οποία ο δράστης τελεί το έγκλημα κάτω από περιστάσεις στις οποίες η ψυχική του κατάσταση δεν του επιτρέπει την νηφάλια αντιμετώπιση της κατάστασης και ενεργεί υπό την σκέπη του παρορμητισμού και του αυθορμητισμού , με συνέπεια να μην μπορεί να διακρίνει καθαρά τις συνέπειες της πράξεώς του.
Τυποποιείται η συγκεκριμένη συμπεριφορά στην παράγραφο 2 του 299 άρθρου του Ποινικού Κώδικα και αναφέρεται στις συνηθισμένες περιπτώσεις του “θολώματος” του μυαλού του δράστη.
Η ποινική της κύρωση σαφέστατα είνα χαμηλότερη σταθμίζοντας ο νομοθέτης ακριβώς την συναισθηματική έκρηξη του δράστη που δεν του επιτρέπει την σωστή ζύγιση των πραγμάτων, ώστε να αντιμετωπισθεί η περίσταση, αλλά πάντα στη κατηγορία του κακουργήματος.