Η εργολαβία οικοδομής, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικά από το νόμο, αποτελεί ειδικότερη μορφή της σύμβασης έργου και ως εκ τούτου διέπεται καταρχήν από τις διατάξεις των άρθρων 681-702 Α.Κ. ενώ κατά περίπτωση είναι δυνατόν να διέπεται και από τις διατάξεις 717-723 και 726-728 Α.Κ. Σημαντικές μορφές της (π.χ. δημόσια έργα) ρυθμίζονται στην ειδική νομοθεσία. Δεδομένου ότι ανήκει στις ενοχικές αμφοτεροβαρείς συμβάσεις ισχύουν επιπλέον τα άρθρα 374-388 Α.Κ. καθώς επίσης και τα 389-401 Α.Κ. για τη συμβατική υπαναχώρηση.
Στη σύμβαση έργου συμβαλλόμενοι είναι ο εργολάβος και ο εργοδότης. Ο πρώτος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το συμφωνημένο έργο ανεξάρτητα από το χρόνο που απαιτείται για την εκτέλεσή του, ενώ ο δεύτερος έχει την υποχρέωση να καταβάλει τη συμφωνημένη ή συνηθισμένη αμοιβή. Για να αποκτήσει ο εργολάβος δικαίωμα στην αμοιβή πρέπει πρώτα να εκτελέσει, να ολοκληρώσει το έργο. Κατά τα άλλα ο εργολάβος δεν είναι προστηθείς του εργοδότη, εκτός αν ο τελευταίος επιφύλαξε για τον εαυτό του τη διεύθυνση και την επίβλεψη του έργου. Ο νόμος λοιπόν, ορίζει σαφώς και ρητά τις υποχρεώσεις των δύο συμβαλλομένων μερών, οπότε σε περίπτωση αθέτησης ή πλημμελούς εκπλήρωσης κάποιων εξ αυτών γεννάται η υποχρέωση προς αποκατάσταση του ζημιωθέντος. Ειδικότερα στην περίπτωση που ο εργολάβος δεν ενεργήσει σύμφωνα με τους όρους που ορίζονται στη μεταξύ τους σύμβαση γεννάται κατά περίπτωση η αστική και ποινική του ευθύνη, το σύστημα δηλαδή των δικαιικών κανόνων που καθορίζουν τους γενεσιουργούς λόγους, τη φύση , την έκταση και το περιεχόμενο της υποχρέωσης για αποζημίωση.
Στα πλαίσια προσδιορισμού της αστικής ευθύνης του εργολάβου για συστηματικούς λόγους διακρίνονται δύο βασικές της κατηγορίες. Πιο συγκεκριμένα ο εργολάβος ενδέχεται να ευθύνεται έναντι του αντισυμβαλλομένου του είτε δικαιοπρακτικά συνεπεία της ανώμαλης εξέλιξης της μεταξύ τους ενοχικής σχέσης είτε εξωδικαιοπρακτικά οπότε και η υποχρέωση αποζημίωσης επιβάλλεται πρωτογενώς απευθείας από το νόμο χωρίς να προϋπάρχει (ή και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε) δικαιοπρακτική επαφή και δέσμευση των μερών, δηλαδή του υπόχρεου και του δικαιούχου της αποζημίωσης. Στη δεύτερη αυτή κατηγορία εντάσσεται μια μεγάλη ποικιλία περιπτώσεων ευθύνης σε αποζημίωση, όπως π.χ. η ευθύνη από αδικοπραξία, η ευθύνη από εργατικά ατυχήματα κ.τ.λ. Κατά συνέπεια στην περίπτωση της αδικοπρακτικής ευθύνης ο εργολάβος ευθύνεται αμέσως από το νόμο και έναντι τρίτων προσώπων με μόνη την πλήρωση των όρων της αδικοπραξίας.
Πιο συγκεκριμένα, πριν από την αποδοχή του έργου, ο εργοδότης έχει δικαίωμα είτε να αρνηθεί να αποδεχθεί το έργο με ελλείψεις χωρίς να περιέλθει σε υπερημερία δανειστή είτε να ασκήσει την ένσταση για τη μη προσήκουσα εκπλήρωση της σύμβασης στην αγωγή του εργολάβου για καταβολή της αμοιβής είτε να απαιτήσει να διορθωθούν οι ελλείψεις είτε να επανεκτελεστεί το έργο, αν η διόρθωση είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες είτε να ζητήσει να μειωθεί η αμοιβή ή να αναστραφεί η σύμβαση, ή αποζημίωση είτε τέλος να ασκήσει τα δικαιώματα από τα άρθρα 380 επ. Α.Κ. για την αδυναμία παροχής, αν η διόρθωση ή η επανεκτέλεση είναι αδύνατες, ή τα δικαιώματά του από τα άρθρα 383 επ. Α.Κ. σε περίπτωση υπερημερίας του εργολάβου ως προς τη διόρθωση ή την επανεκτέλεση.
Μετά την αποδοχή του έργου ή την παράδοσή του με μόνη την αποπεράτωση ο εργοδότης έχει δικαίωμα είτε να απαιτήσει διόρθωση ελλείψεων, μείωση αμοιβής, αποζημίωση, αναστροφή ή επανεκτέλεση, αν η διόρθωση είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες είτε να ασκήσει την ένσταση για τη μη προσήκουσα εκπλήρωση της σύμβασης στην αγωγή του εργολάβου για καταβολή της αμοιβής, για όσο χρόνο ο εργολάβος δεν διορθώνει την έλλειψη ή δεν επανεκτελεί το έργο. Όμως μετά την παραλαβή του έργου ενώ ο εργοδότης μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα από τα άρθρα 688 επ. και την ένσταση της μη εκπλήρωσης της σύμβασης ως προς τη διόρθωση της έλλειψης, δεν έχει το δικαίωμα να απαιτήσει επανεκτέλεση, γιατί η άσκησή του είναι καταχρηστική, εφόσον με την παραλαβή έχει εκλάβει το έργο ως σύμφωνο καταρχήν με τη σύμβαση. Επίσης δεν μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα από τα άρθρα 380 επ. για την αδυναμία ή την υπερημερία ως προς τη διόρθωση ή την επανεκτέλεση.
Συνοπτικά λοιπόν, ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει να διορθωθούν τα ελαττώματα ή να δημιουργηθούν οι συμφωνημένες ιδιότητες μέσα σε εύλογη προθεσμία, να απαιτήσει από τον εργολάβο να επανεκτελέσει το έργο μέσα σε εύλογη προθεσμία, αν αυτό δεν επιδέχεται διόρθωση, να απαιτήσει ανάλογη μείωση της αμοιβής ή νέα μείωση, αν αργότερα αποκαλυφθεί κι άλλη έλλειψη, να απαιτήσει την αναστροφή της σύμβασης, αν το έργο που εκτελέστηκε έχει ουσιώδη ελαττώματα ή του λείπουν ουσιώδεις συμφωνημένες ιδιότητες, να απαιτήσει τέλος αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης, αν οι ελλείψεις του έργου οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου. Η αποζημίωση στην προκειμένη περίπτωση περιλαμβάνει το θετικό διαφέρον και καλύπτει τη ζημία από τις ελλείψεις και την περαιτέρω ζημία. Το πταίσμα του εργολάβου τεκμαίρεται και ο ίδιος φέρει το βάρος απόδειξης ότι αυτό δεν υπάρχει. Ως προς τα δικαιώματα που αφορούν τη διόρθωση της έλλειψης, τη μείωση της αμοιβής, την αποζημίωση και την αναστροφή της σύμβασης υπάρχει διαζευκτική συρροή και ως εκ τούτου ο εργοδότης μπορεί κατ’ επιλογή να πραγματώσει ένα από αυτά. Σωρευτική άσκηση δεν χωρεί αλλά επιτρέπεται η επιβοηθητική άσκησή τους.
Τα δικαιώματα του εργοδότη από τις ελλείψεις του έργου υπόκεινται σε ειδική παραγραφή: έξι (6) μήνες ή δέκα (10) χρόνια, αν πρόκειται για οικοδομήματα ή για άλλες ακίνητες εγκαταστάσεις. Ο εργολάβος δεν μπορεί να επικαλεστεί την παραπάνω παραγραφή, αν απέκρυψε με δόλο το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας. Η παραγραφή αρχίζει από την παραλαβή του έργου και αναστέλλεται ή διακόπτεται κατά τις γενικές διατάξεις και, επιπλέον, αν διαταχθεί συντηρητική απόδειξη.
Συμβαίνει συχνά, η ίδια ζημιογόνα ενέργεια ή παράλειψη να μπορεί να αξιολογηθεί τόσο ως αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης αυτού που προκάλεσε τη ζημία απέναντι σ’αυτόν που ζημιώθηκε όσο και ως υπαίτια αδικοπραξία. Στις περιπτώσεις αυτές δικαιοπρακτική κι αδικοπρακτική ευθύνη συρρέουν, γεγονός που συνεπάγεται ότι αφενός γεννιούνται αξιώσεις από τη συμβατική αθέτηση κι αφετέρου από την αδικοπραξία αφού και στις δύο περιπτώσεις ταυτίζονται τόσο τα υποκείμενα (δανειστής και οφειλέτης) όσο και το περιεχόμενο (αποκατάσταση της ίδιας ζημίας) των αξιώσεων που συρρέουν. Βέβαια ο εργολάβος είναι πιθανόν να ευθύνεται αδικοπρακτικά όχι μόνο έναντι του αντισυμβαλλομένου του αλλά και έναντι οποιουδήποτε έχει υποστεί βλάβη εξαιτίας της πλημμελούς συμπεριφοράς του πρώτου. Παρόλο που η δικαιοπρακτική κι αδικοπρακτική ευθύνη συνιστούν ουσιαστικά την αστική ευθύνη του εργολάβου παρουσιάζουν ουσιώδεις διαφορές. Ενώ λοιπόν, η αδικοπρακτική ευθύνη είναι πρωτογενής, η δικαιοπρακτική είναι δευτερογενής δεδομένου ότι προϋπήρχε ενοχική σχέση η οποία εξελίχθηκε ανώμαλα και λόγω αυτής της ανώμαλης εξέλιξης η ευθύνη και η υποχρέωση για αποζημίωση επιβάλλονται από το νόμο στη θέση της αρχικής υποχρέωσης ή και παράλληλα με αυτήν. Επίσης σε περίπτωση αδικοπρακτικής ευθύνης αποκαθίσταται, εκτός από την περιουσιακή ζημία, και η ηθική βλάβη. Όσον αφορά το βαθμό υπαιτιότητας που απαιτείται για τη γέννηση της ευθύνης, στην περίπτωση της αδικοπραξίας αρκεί ακόμα κι ελαφριά αμέλεια, ενώ στην περίπτωση της αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης ο οφειλέτης, κι εν προκειμένω ο εργολάβος, ευθύνεται σε ορισμένες περιπτώσεις μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια ή μόνο για συγκεκριμένη ελαφριά αμέλεια. Διαφορετική είναι και η κατανομή του βάρους της απόδειξης καθώς στην περίπτωση της αδικοπραξίας το βάρος απόδειξης των περιστατικών που στοιχειοθετούν την υπαιτιότητα του εναγομένου που προκάλεσε τη ζημία, φέρει αυτός που ζημιώθηκε (ενάγων). Αντίθετα, στην περίπτωση της δικαιοπρακτικής ευθύνης η υπαιτιότητα του εναγόμενου οφειλέτη, ο οποίος και αθέτησε την ενοχική του υποχρέωση, τεκμαίρεται μαχητά, οπότε και ο ίδιος βαρύνεται με την απόδειξη του ότι η αθέτηση των ενοχικών του υποχρεώσεων δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη. Αναφορικά με το χρόνο παραγραφής των αντίστοιχων αξιώσεων η αξίωση από αδικοπραξία υπόκειται σε σύντομη (καταρχήν 5ετή) παραγραφή, ενώ η αξίωση από αθέτηση υφιστάμενης ενοχικής υποχρέωσης υπόκειται καταρχήν στη συνήθη 20ετή παραγραφή. Τέλος σε περίπτωση αδικοπραξίας το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να κηρύξει την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή καθώς και να διατάξει την είσπραξη της απαίτησης για αποζημίωση με απειλή προσωπικής κράτησης. Σε περίπτωση όμως αθέτησης μίας ενοχικής υποχρέωσης το δικαστήριο έχει τις παραπάνω δυνατότητες, όχι πάντοτε, αλλά μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο.
Για τη θεμελίωση όμως της αδικοπρακτικής ευθύνης του εργολάβου πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος, δηλαδή πρέπει να συντρέχουν, πρώτον ο νόμιμος λόγος ευθύνης, ο οποίος συγκροτείται από δύο μερικότερα στοιχεία, την παράνομη ή άδικη και την υπαίτια, δόλια ή αμελή, ανθρώπινη συμπεριφορά (θετική ενέργεια ή παράλειψη) που προϋποθέτει με τη σειρά της ικανότητα για καταλογισμό, δεύτερον η ζημία και τρίτον ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στον νόμιμο λόγο ευθύνης και τη ζημία. Ο αστικός κώδικας ρυθμίζει λοιπόν την αδικοπρακτική ευθύνη με γενικές ρήτρες, δηλαδή με κανόνες που περιέχουν αόριστες νομικές έννοιες, αποσκοπώντας στην καταρχήν κάλυψη όλων των περιπτώσεων αδικοπρακτικής ευθύνης κι απορρίπτοντας την περιπτωσιολογική ρύθμιση. Στα περισσότερα σύγχρονα δίκαια η υποκειμενική ευθύνη αποτελεί τον κανόνα, ενώ πολλαπλασιάζονται συνεχώς οι περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης. Βάσει των προαναφερθέντων, ο εργολάβος πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 Α.Κ. εφόσον η συμπεριφορά του είναι παράνομη. Η παρανομία μπορεί να συνίσταται είτε σε μία θετική ενέργεια αντίθετη προς έναν απαγορευτικό κανόνα δικαίου (π.χ. παράβαση κανόνων οικοδομικής) είτε στην παράλειψη ορισμένης θετικής ενέργειας που επιβάλλεται από έναν επιτακτικό κανόνα δικαίου. Αφού διαπιστωθεί η συνδρομή της παράνομης συμπεριφοράς, η έννομη τάξη διερευνά τη ψυχική στάση του υποκειμένου της, η οποία, αν κριθεί επιλήψιμη, δόλια ή αμελής, τότε ο δράστης είναι και υπαίτιος κι επομένως βαρύνεται με την υποχρέωση για αποζημίωση. Παρανομία όμως, εκ μέρους του εργολάβου, συνιστά και η παράβαση των άγραφων κανόνων επιμέλειας. Σε κάθε περίπτωση που κάποιος δημιουργεί με θετικές του πράξεις μία κατάσταση που είναι ικανή να προξενήσει ζημίες σε τρίτους, αν δεν παρθούν τα κατάλληλα μέτρα επιμέλειας για την πρόληψή της, επιβάλλεται από την έννομη τάξη η υποχρέωση για τη λήψη αυτών των μέτρων έστω και αν αυτά δεν προβλέπονται από ρητή διάταξη του γραπτού δικαίου. Η παράλειψη της λήψης αυτών των μέτρων επιμέλειας συνιστά ακριβώς την παράνομη συμπεριφορά (π.χ. μη λήψη μέτρων σε ανεγειρόμενη οικοδομή με συνέπεια την είσοδο κλεπτών στο γειτονικό διαμέρισμα ή με συνέπεια τον τραυματισμό διερχόμενων πολιτών). Για την εφαρμογή του 914 Α.Κ. προϋποτίθεται επίσης η υπαιτιότητα του εργολάβου, ο οποίος ευθύνεται ακόμη και για ελαφριά αμέλεια, καθώς και η επέλευση κάποιας ζημίας σε ένα πρόσωπο. Η ζημία είναι το σύνολο των δυσμενών περιουσιακών επιπτώσεων που προέρχονται από τη συγκεκριμένη προσβολή κι έχει επικρατήσει η άποψη ότι για την εξεύρεση της έκτασής της δεν πρέπει να αποβλέπει κανείς μόνο στα συγκεκριμένα μεμονωμένα έννομα αγαθά που προσβλήθηκαν άμεσα αλλά στο σύνολο της περιουσίας του φορέα τους συγκρίνοντας το μετά την προσβολή μέγεθός της με το μέγεθος που υποθετικά θα είχε αν δεν είχε λάβει χώρα η προσβολή, δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός. Άρα το ποιες ζημίες θα αποκατασταθούν τελικά και σε ποια έκταση, είναι ζήτημα που συναρτάται με τη συνδρομή και των άλλων όρων της ευθύνης αλλά και με την ενδεχόμενη συνδρομή άλλων παραγόντων, περιοριστικών της οφειλόμενης αποζημίωσης. Τελευταία προϋπόθεση για τη γέννηση της υποχρέωσης του εργολάβου σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας αναφέρεται η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά και στη ζημία. Αρκεί βέβαια η δυνατότητα πρόβλεψης ότι είναι πιθανή η πρόκληση ζημίας (πρόβλεψη αφηρημένης διακινδύνευσης συμφερόντων) χωρίς να απαιτείται και δυνατότητα πρόβλεψης του είδους ή της έκτασης της ζημίας. Ο επιθυμητός περιορισμός της ευθύνης του εργολάβου στις ζημίες που θα μπορούσαν να προβλεφθούν αντικειμενικά επιτυγχάνεται και με την προϋπόθεση της αμέλειας, αφού για τις ζημίες που δεν υπήρχε η αντικειμενική δυνατότητα πρόβλεψής τους ο δράστης δεν θα θεωρηθεί αμελής (υπαίτιος) κι έτσι δεν θα βαρύνεται με τη σχετική ευθύνη.
Το άρθρο 922 Α.Κ. καθιερώνει γνήσια αντικειμενική ευθύνη κάποιων προσώπων για πράξεις άλλων προσώπων και πιο συγκεκριμένα καθιερώνει ευθύνη του προστήσαντος για τις αδικοπραξίες του προστηθέντος κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Ανάλογα λοιπόν ευθύνεται και ο εργολάβος έναντι τρίτων προσώπων των οποίων τα δικαιώματα έχουν θιγεί από ενέργειες προσώπων που συνδέονται μ’ αυτόν με σχέση πρόστησης (εκούσια ανάθεση από ένα πρόσωπο σε ένα άλλο της εκτέλεσης ορισμένης υπηρεσίας). Το 922 Α.Κ. δημιουργεί δηλαδή, ευθύνη του προστήσαντος (εργολάβου), η οποία είναι παράλληλη και πρόσθετη με την ευθύνη του προστηθέντος βάσει των άρθρων 914 επ. Α.Κ. Βέβαια η κρατούσα γνώμη απαιτεί να υπάρχει σχέση εξάρτησης ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ενώ δεν απαιτείται υφιστάμενη ενοχική σχέση ανάμεσα στον προστήσαντα και στον τρίτο που ζημιώθηκε.
Ο νομοθέτης με το άρθρο 925 Α.Κ. προστατεύει επίσης τους τρίτους από το ενδεχόμενο να υποστούν ζημίες εξαιτίας της πτώσης κτίσματος ή άλλου έργου, δεδομένου ότι μία τέτοια πτώση οφείλεται συνηθέστατα σε ελαττωματική κατασκευή ή σε πλημμελή συντήρηση του κτίσματος ή του έργου. Βέβαια το άρθρο 925 Α.Κ. αναφέρεται στον κύριο ή στον νομέα του έργου τον οποίο επιδιώκει να υποχρεώσει αφενός στην επίδειξη ιδιαίτερης επιμέλειας, ώστε να αποφευχθούν ελαττώματα κατά την κατασκευή ή πλημμέλειες κατά τη συντήρησή του κι αφετέρου στην αποκατάσταση της ζημίας που προξενείται σε τρίτους από την ολική ή μερική πτώση του κτίσματος ή του έργου. Η αποζημίωση καλύπτει όλη την περιουσιακή και μη περιουσιακή ζημία. Καθιερώνεται δηλαδή γνήσια αντικειμενική ευθύνη του κυρίου ή νομέα (δεν απαιτείται δηλαδή ικανότητά του προς καταλογισμό) και στην περίπτωση αυτή. Το άρθρο αυτό αναλογικά ισχύει και για τον εργολάβο, ο οποίος και φέρει την ευθύνη της πτώσης του κτίσματος ή του έργου κατά τη διάρκεια της αποπεράτωσής του.
Η αδικοπρακτική ευθύνη λοιπόν, είναι κατά κύριο λόγο ευθύνη σε αποζημίωση και ως εκ τούτου αποσκοπεί να αποκαταστήσει, και μάλιστα ολόκληρη, εκείνη την περιουσιακή ζημία η οποία συνδέεται με το ζημιογόνο γεγονός, με άλλα λόγια να επαναφέρει τον ζημιωθέντα οικονομικώς στην κατάσταση που θα βρισκόταν, αν δεν είχε μεσολαβήσει το ζημιογόνο γεγονός. Παράλληλα παρέχεται και χρηματική ικανοποίηση για μη περιουσιακή ζημία, δηλαδή λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, ενώ υποστηρίζεται και η δυνατότητα άσκησης μιας γενικής αξίωσης για παράλειψη ή άρση οποιασδήποτε παράνομης προσβολής. Έτσι, η έκταση και το περιεχόμενο της αποζημίωσης που οφείλεται λόγω αδικοπραξίας προσδιορίζεται βασικά από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 297-300 Α.Κ. οι οποίες συμπληρώνονται και εν μέρει τροποποιούνται από τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 928-936 Α.Κ., που έχουν – σε περίπτωση σύγκρουσής τους με τις γενικές διατάξεις – το προβάδισμα. Πιο συγκεκριμένα και συνοπτικά η οφειλόμενη αποζημίωση καταβάλλεται καταρχήν σε χρήμα, περιλαμβάνει την περιουσιακή ζημία, θετική ή αποθετική (διαφυγόν κέρδος), με παράλληλη δυνατότητα αποκατάστασης μη περιουσιακής ζημίας, προσδιορίζεται με βάση τη συγκεκριμένη (υποκειμενική) ζημία του ζημιωθέντος (λαμβάνονται υπόψη οι τυχόν ιδιαίτερες συνθήκες αυτού που ζημιώθηκε και δεν υπολογίζεται μόνο με βάση την αντικειμενική αξία του έννομου αγαθού που προσβλήθηκε), περιλαμβάνει τις άμεσες αλλά και τις έμμεσες (παραπέρα δυσμενείς επιπτώσεις), τις παρούσες αλλά και τις μέλλουσες (αυτές που προβλέπεται ότι είναι πιθανό να επέλθουν στο μέλλον κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων) και τέλος αποκαθιστά ολόκληρη τη ζημία (με εξαίρεση την εύλογη αποζημίωση που προβλέπει το 918 Α.Κ.). Φυσικά η οφειλόμενη αποζημίωση υπόκειται σε μείωση βάσει των γενικών λόγων περιορισμού της αποζημίωσης, δηλαδή του συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους και του συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος.
Στην περίπτωση που υφίσταται αδικοπρακτική ευθύνη του εργολάβου υπόχρεος σε αποζημίωση είναι ο ίδιος, ενώ δικαιούχος της αποζημίωσης είναι ο φορέας του δικαιώματος ή του έννομου αγαθού που προσβλήθηκε άμεσα με την αδικοπραξία, καθώς επίσης κι αυτός που προσβλήθηκε άμεσα. Αντίθετα, αντανακλαστικές δυσμενείς επιπτώσεις της αδικοπραξίας στην περιουσία ενός τρίτου (έμμεσα ζημιωθέντος) δεν παρέχουν καταρχήν στον τελευταίο αξίωση αποζημίωσης, με εξαίρεση τις περιπτώσεις θανάτωσης και βλάβης του σώματος ή της υγείας.
Όταν με την αδικοπραξία του εργολάβου προσβάλλεται ένα περιουσιακό έννομο αγαθό του αντισυμβαλλόμενού του ή κάποιου τρίτου, η ζημία στην περιουσία προέρχεται από την ολική ή μερική καταστροφή του αγαθού αυτού. Σε περίπτωση μερικής καταστροφής η περιουσιακή ζημία του δικαιούχου του αγαθού συνίσταται καταρχήν στη δαπάνη για την αποκατάστασή του στην κατάσταση που βρισκόταν πριν από την προσβολή του (δαπάνη επισκευής). Αποκαθίσταται ακόμη και η ζημία που συνίσταται στη μείωση της αγοραίας αξίας που υφίστανται ορισμένα πράγματα στις συναλλαγές, όταν παθαίνουν κάποια βλάβη, λόγω της δυσπιστίας και απροθυμίας των αγοραστών να αγοράσουν (π.χ. αυτοκίνητα). Από τη βλάβη που προκαλείται σε ένα έννομο αγαθό, είναι ενδεχόμενο ο δικαιούχος αυτού του αγαθού να στερηθεί τη χρήση του για ορισμένη χρονική περίοδο, με συνέπεια να υποστεί ζημίες που μπορεί να έχουν τη μορφή τόσο της θετικής ζημίας όσο και του διαφυγόντος κέρδους. Για τις παραπάνω ζημίες, πέρα από τη δαπάνη επισκευής, ο ζημιωθείς μπορεί να ζητήσει αποζημίωση ή, αν θέλει, να νοικιάσει άλλο παρόμοιο πράγμα για όσο χρόνο διαρκεί η επισκευή, ιδιαίτερα εφόσον έτσι θα μείωνε τις δυσμενείς γι’ αυτόν περιουσιακές συνέπειες της στέρησης της χρήσης του πράγματος, απαιτώντας βέβαια το αναγκαίο ποσό από το ζημιώσαντα. Όσον αφορά το χρόνο υπολογισμού της αποζημίωσης ο κρίσιμος χρόνος τοποθετείται στο χρόνο έκδοσης της απόφασης. Εφόσον μεταγενέστερα αυξηθεί η αξία του καταστραφέντος πράγματος, ο ενάγων δικαιούται να ζητήσει και την αύξηση αυτή είτε με αυτοτελή αγωγή είτε με αυτοτελή παρεμπίπτουσα αγωγή. Σύμφωνα με άλλη, γνώμη κρίσιμος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης είναι ο χρόνος επελεύσεως της ζημίας, αφού τότε γεννιέται η αξίωση αποζημίωσης και πρόκειται πλέον για χρηματική οφειλή ως προς την οποία δεν τίθεται ζήτημα αύξησης ή μείωσης της αξίας της, εκτός βέβαια από τον κίνδυνο υποτίμησης του νομίσματος ή αφερεγγυότητας του οφειλέτη. Αναλόγως ευθύνεται ο εργολάβος και στην περίπτωση του άρθρου 934 Α.Κ., το οποίο εφαρμόζεται όταν αφαιρείται ενσώματο πράγμα και όχι όταν αφαιρούνται χρήματα (π.χ. ο εργολάβος δεν έλαβε τα απαραίτητα μέτρα και εκλάπησαν ενσώματα αντικείμενα από γειτονικά ακίνητα).
Όταν το παράνομο αποτέλεσμα μιας αδικοπραξίας συνίσταται στη θανάτωση ενός προσώπου, το 928 Α.Κ. διασπά την αρχή της αποζημίωσης μόνο όσων ζημιώθηκαν άμεσα και παρέχει αξίωση αποζημίωσης σε ορισμένα από τα πρόσωπα που βλάπτονται έμμεσα από τη θανάτωση. Παράλληλα, η ίδια διάταξη καθορίζει και το περιεχόμενο της αποζημίωσης, που δικαιούνται να ζητήσουν τα πρόσωπα αυτά. Έτσι, δικαιούνται να ζητήσουν να αποζημιωθούν για τα νοσήλια και τα έξοδα κηδείας που κατέβαλαν, αυτοί που ήταν υποχρεωμένοι από το νόμο να τα καταβάλουν. Επίσης, δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση ως «εμμέσως ζημιωθείς» κι αυτός που είχε από το νόμο δικαίωμα διατροφής απέναντι σ’ αυτόν που θανατώθηκε και τώρα στερείται αυτή τη διατροφή ή αυτός που είχε από το νόμο δικαίωμα να ζητήσει από τον θανόντα να του παράσχει τις υπηρεσίες του και τώρα στερείται αυτές τις υπηρεσίες. Στην περίπτωση εφαρμογής του 928 Α.Κ. δεν λαμβάνεται υπόψη αν η ευθύνη του δράστη είναι υποκειμενική ή αντικειμενική με την προϋπόθεση ότι το θύμα, αν δεν είχε θανατωθεί αλλά απλώς τραυματιστεί, θα είχε αξίωση αποζημίωσης κατά του δράστη (δηλαδή η ευθύνη του τελευταίου δεν είχε αποκλειστεί με σύμβαση ή από το νόμο). Το τυχόν συντρέχον πταίσμα του θανόντος μπορεί να προβληθεί από το ζημιώσαντα με στόχο τη μείωση της αποζημίωσης που θα υποχρεωθεί να καταβάλει, ακόμη κι όταν ο θανατωθείς ήταν ανήλικος (π.χ. ο εργολάβος δεν έλαβε προστατευτικά μέτρα για την ασφάλεια των εργατών κι ένας από αυτούς σε κατάσταση μέθης τραυματίστηκε θανάσιμα). Σε περίπτωση που ο θάνατος επέρχεται αφού περάσει κάποιο χρονικό διάστημα από την τέλεση της αδικοπραξίας, γεννιούνται καταρχήν αξιώσεις αποζημίωσης στο πρόσωπο του θύματος λόγω του τραυματισμού του για τις έως το χρόνο του θανάτου ζημίες (νοσήλια, διαφυγόν κέρδος από απώλεια εισοδημάτων του θύματος κατά την παραμονή του στο νοσοκομείο), οι οποίες, με το θάνατο, μεταβιβάζονται στους κληρονόμους του θύματος. Μετά το θάνατο εφαρμόζονται τα άρθρα 928, 930, 932 Α.Κ. και γεννιούνται οι αξιώσεις αποζημίωσης απευθείας στο πρόσωπο των έμμεσα ζημιωθέντων, χωρίς δηλαδή να αποτελούν στοιχεία της κληρονομίας του θύματος.
Όταν το παράνομο αποτέλεσμα της αδικοπραξίας του εργολάβου συνίσταται σε βλάβη του σώματος ή της υγείας ενός προσώπου κι ανεξάρτητα από το αν η ευθύνη του πρώτου είναι υποκειμενική ή αντικειμενική, το άρθρο 929 εδ.α΄ Α.Κ. παρέχει αξίωση αποζημίωσης στο θύμα της αδικοπραξίας, τόσο για τα νοσήλια και τη ζημία που ήδη επήλθε όσο και για τη μελλοντική ζημία του, δηλαδή για ό,τι εξαιτίας της αδικοπραξίας θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον λόγω αύξησης των δαπανών του. Το άρθρο 929 εδ.β΄ Α.Κ. παρέχει αξίωση αποζημίωσης και σε όσους είχαν από το νόμο δικαίωμα να ζητήσουν από το θύμα την παροχή των υπηρεσιών του και τώρα στερούνται αυτές τις υπηρεσίες (εμμέσως ζημιωθέντος). Όσον αφορά την ειδική διάταξη του 931 Α.Κ. κρατεί η άποψη ότι δεν θεμελιώνει αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης, αλλά αναφέρεται στον καθορισμό της αποζημίωσης που ήδη οφείλεται κατά το άρθρο 929 εδ.α΄ Α.Κ. για την αποκατάσταση της συχνά δυσαπόδεικτης μελλοντικής περιουσιακής ζημίας του θύματος. Στην περίπτωση των αδικοπραξιών αποκαθίσταται επιπλέον και η ηθική βλάβη καθώς γεννάται υποχρέωση αποζημίωσης, όχι μόνο σε περίπτωση τέλεσης αστικού αδικήματος αλλά και στις περιπτώσεις αντικειμενικής ευθύνης. Όμως η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης δεν εκχωρείται, ούτε κληρονομείται, εκτός αν αναγνωρίστηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε γι’ αυτήν αγωγή. Επίσης είναι ανεπίδεκτη ενεχυρίασης και συμψηφισμού και δεν μπορεί να ασκηθεί πλαγιαστικά από τους δανειστές του δικαιούχου και δεν ανήκει στην πτωχευτική του περιουσία. Φορέας της αξίωσης που πηγάζει από το 932 Α.Κ. είναι καταρχήν αυτός που προσβλήθηκε άμεσα από την αδικοπραξία, ενώ εξαιρετικά για την περίπτωση της θανάτωσης ενός προσώπου το άρθρο 932 εδ.γ΄ Α.Κ. ορίζει ότι η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Η αξίωση ανήκει στο καθένα από τα μέλη της «οικογένειας» αυτοτελώς κι ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα. Ως μέλη της «οικογένειας» και δικαιούχοι της αξίωσης θα πρέπει να χαρακτηρίζονται καταρχήν τα πρόσωπα που αποδεδειγμένα συνδέονταν με το θύμα με δεσμούς στενής συγγένειας κι αγάπης (κατά κανόνα γονείς, σύζυγος, κατιόντες, αδελφοί) ανεξάρτητα του αν συζούσαν μαζί του ή διέμεναν χωριστά. Σε περίπτωση που το θύμα, πριν από το θάνατό του, είχε ζητήσει και εισπράξει χρηματική ικανοποίηση για ηθική του βλάβη, τα μέλη της οικογένειάς του δικαιούνται να ζητήσουν κι αυτά χρηματική ικανοποίηση για τη ψυχική τους οδύνη.
Είναι σαφές λοιπόν, ότι στους στόχους του δικαίου της εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης δεν εντάσσεται η «τιμωρία» του δράστη. Η αδικοπρακτική ευθύνη, ως μορφή αστικής ευθύνης, στοχεύει στην αποζημίωση του θύματος η οποία αναφέρεται στο επιζήμιο αποτέλεσμα της πράξης κι ανήκει στην υλική αρμοδιότητα του πολιτικού δικαστηρίου. Αντίθετα, η τιμωρία, η ποινή ανήκει στην υλική αρμοδιότητα του ποινικού δικαστηρίου κι αναφέρεται στην επιχείρηση της πράξης. Άρα, η αδικοπρακτική, και γενικά η αστική ευθύνη, διαφοροποιείται από την ποινική ευθύνη και ως προς τους σκοπούς που επιδιώκει η κάθε μια τους κι αντίστοιχα ως προς τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη αυτών των σκοπών. Πιο συγκεκριμένα η αδικοπρακτική ευθύνη αποσκοπεί κυρίως στην αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε, δηλαδή στην ικανοποίηση και προστασία ιδιωτικού συμφέροντος και το μέσο που χρησιμοποιείται αφορά στην περιουσία του δράστη (επιβολή κληρομητής υποχρέωσης για αποζημίωση). Αντίθετα, η ποινική ευθύνη αποσκοπεί στην προστασία του δημόσιου συμφέροντος από τους κινδύνους που συνεπάγεται η συμπεριφορά του δράστη (εργολάβου), ανεξάρτητα από το αν η συμπεριφορά αυτή προκάλεσε ή όχι και κάποια ζημία. Γι’ αυτό και το μέσο που χρησιμοποιείται αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του δράστη και όχι βέβαια των κληρονόμων του. Επίσης, ενώ στον Α.Κ. έχουν εισαχθεί γενικές ρήτρες η ποινική ευθύνη γεννιέται μόνο με την τέλεση ορισμένων πράξεων που περιγράφονται ειδικά στον Π.Κ. και στους άλλους ποινικούς νόμους. Παράλληλα, ποινική ευθύνη γεννιέται όταν οι αξιόποινες πράξεις που περιγράφονται στο νόμο τελεσθούν με δόλο και μόνο κατ’ εξαίρεση από αμέλεια, ενώ για την ύπαρξη αδικοπραξίας αρκεί οποιοσδήποτε βαθμός υπαιτιότητας. Επίσης, στην περίπτωση της υπαίτιας αδικοπραξίας, ο ζημιώσας θα αποκαταστήσει όλη τη ζημία που προκάλεσε, ανεξάρτητα από το βαθμό του πταίσματος που τον βαρύνει, ενώ ο δράστης ποινικού αδικήματος τιμωρείται αυστηρότερα ή επιεικέστερα ανάλογα με το βαθμό του πταίσματός του.
Όσοι αντλούν δικαιώματα από τα άρθρα 928 και 929 Α.Κ. έχουν τη δυνατότητα να επιδιώξουν την ικανοποίησή τους και με εισαγωγή των αξιώσεών τους στο ποινικό δικαστήριο κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ποινικού κώδικα που αφορούν εγκλήματα κατά της ζωής ή σωματικής βλάβης. Σε σχέση με την αξίωση για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης ο παθών έχει και τη δυνατότητα να εισαγάγει την αξίωσή του στο ποινικό δικαστήριο χωρίς μάλιστα να τηρήσει την έγγραφη προδικασία, χωρίς δηλαδή να κοινοποιήσει δικόγραφο αγωγής στον υπεύθυνο της αδικοπραξίας. Η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση που κρίθηκε από το ποινικό δικαστήριο δεν μπορεί να ασκηθεί ύστερα και σε πολιτικό δικαστήριο, γιατί εμποδίζεται από το σχετικό δεδικασμένο που δημιουργείται. Εξαιρέσεις γίνονται δεκτές, αν ο παθών ζήτησε ορισμένο ποσό και επιφυλάχθηκε να ζητήσει μεγαλύτερο ποσό από πολιτικό δικαστήριο, αν ο παθών παραστάθηκε ή πρόκειται να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο για συμβολικό ποσό, εάν δεν εκδικάστηκε το αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω απαλλαγής του κατηγορουμένου και στην περίπτωση του άρθρου 68 παρ.4 Κ.Π.Δ. Αν μετά την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποίησης εμφανίστηκαν νέες επιζήμιες συνέπειες της αδικοπραξίας, ο παθών δικαιούται να αξιώσει συμπληρωματική χρηματική ικανοποίηση, εφόσον οι συνέπειες αυτές δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν. Στη περίπτωση που η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή. Η μακρότερη παραγραφή ισχύει και για την αξίωση αποζημίωσης. Η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται δεδομένου ότι για όσο χρόνο επιτρέπεται η ποινική δίωξη κατά του δράστη, θα πρέπει να επιτρέπεται και η άσκηση της αξίωσης για αποζημίωση. Έτσι, αν η αδικοπραξία συνιστά κακούργημα με απειλούμενη ποινή την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης, θα ισχύσει και για την αξίωση αποζημίωσης η 15ετής παραγραφή της αξιόποινης πράξης αλλά μόνο εφόσον υπερβαίνει την 5ετία αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση. Αλλιώς θα ισχύσει η 5ετής παραγραφή. Η ρύθμιση αυτή δεν προϋποθέτει καταδίκη ή έστω υποβολή μήνυσης ή έγκλησης και εφαρμόζεται μόνο όταν ο δράστης της αξιόποινης πράξης είναι ταυτόχρονα και οφειλέτης της αποζημίωσης και όχι όταν ο αστικά υπεύθυνος είναι διαφορετικό πρόσωπο. Τέλος, η αναστολή, η διακοπή και η ενέργεια της συμπληρωμένης παραγραφής κρίνονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 247 επ. Α.Κ.