Μενού

Η κατάσχεση/δέσμευση περιουσιακών στοιχείων επί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

   Σύμφωνα με το άρθρο 17 Σ «1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους … 2. Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει…».


   Η θέσπιση βάρους προαπόδειξης της ιδιοκτησίας λοιπόν και της προέλευσής της (με υποχρέωση αναγωγής σε βάθος χρόνου, καθώς και σε γενικότερη αναλυτική επεξήγηση της απώτερης προέλευσης της περιουσίας, με βάση την οποία αυτό αποκτήθηκε) εφόσον αυτό μάλιστα συμβαίνει στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, θα ισοδυναμούσε με αντιστροφή του βάρους απόδειξης, που απάδει προς τους κανόνες απόδειξης που τη διέπουν ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας και του κανόνα in dubio proreo. Όπως άλλωστε γίνεται δεκτό από τη νομολογία του ΕΔΔΑ για όλα τα ζητήματα στην ποινική δίκη η ευθύνη της απόδειξης πρέπει να τοποθετείται μονομερώς στην πλευρά των διωκτικών αρχών.


   Στο στόχαστρο των διωκτικών αρχών είναι δυνατό με ευκολία να τοποθετείται πλέον κατά βούληση και αυθαίρετα το σύνολο της περιουσίας του κατηγορουμένου, καθιστώντας τον ταυτόχρονα ιδιαίτερα ευάλωτο και ανίκανο να αμυνθεί.


   Η αφαίρεση του περιουσιακού ή του ιδιοκτησιακού στοιχείου δικαιολογείται μόνο ως ποινή ή ως μέτρο ασφαλείας που, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 Σ και ενόψει της τιμωρητικής εξουσίας που διαθέτει η πολιτεία, θίγει την περιουσία ή την ιδιοκτησία αντίστοιχα.


   Περαιτέρω, στην ελληνική συνταγματική παράδοση, πέρα από την κλασική οριοθέτηση του ποινικού κολασμού με βάση την αρχή nullum crimen nulla poena sine lege, σταθερά καταγράφεται μία ακόμα ρητή απαγόρευση, η οποία περιορίζει ευθέως τη δυνατότητα του ποινικού νομοθέτη – αλλά και του δικαστή- σε ό,τι αφορά την επιβολή ενός συγκεκριμένου είδους ποινικής κύρωσης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 7§3εδ.1 Σ «γενική δήμευση απαγορεύεται». Το περιεχόμενο της συνταγματικής απαγόρευσης συνίσταται στο ότι δεν είναι επιτρεπτή η (οριστική) αφαίρεση του συνόλου της ιδιοκτησίας και της περιουσίας ενός προσώπου ως ποινική κύρωση. Τέτοια ποινή δεν μπορεί να θεσπιστεί ούτε με τυπικό νόμο, ούτε είναι δυνατό να επιβάλλεται στην πράξη.


   Επιτρεπτή είναι ωστόσο ως ποινική κύρωση μόνο η ειδική δήμευση, δηλαδή η αφαίρεση συγκεκριμένωνπραγμάτων.


   Τόσο εξάλλου η κεντρική ρύθμιση του άρθρου 76 ΠΚ, όσο και το άρθρο 46 του ν.4691/2008, περιορίζουν ρητά τη δυνατότητα δήμευσης σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, και ειδικότερα στα προϊόντα του εγκλήματος και στα μέσα τέλεσής του. Η γενική και αφηρημένη δήμευση περιουσίας ούτε προβλέπεται, ούτε και επιτρέπεται.


   Το ερώτημα πλέον είναι σε ποιο βαθμό επιτρέπεται ή όχι η επιβολή γενικής κατάσχεσης ή δέσμευσης προς εξασφάλιση (πιθανολογούμενης) δήμευσης συγκεκριμένων στοιχείων. Η απάντηση προκύπτει από τα εξής:


   Α. από κανένα στοιχεία δεν προκύπτει ότι ο συντακτικός νομοθέτης, ενόψει της διατύπωσης που υιοθέτησε στο άρθρο 7§3 Σ σκόπευε εξ αντιδιαστολής να αναδείξει ή έστω υπονοούσε ότι επιτρέπεται ανενδοίαστα και ανεπιφύλακτα η επιβολή γενικής κατάσχεσης ή δέσμευσης.


   Β. η τελολογική θεώρηση της διάταξης του άρθρου 7§3 Σ υπαγορεύει για την ταυτότητα του λόγου την επέκταση της σχετικής απαγόρευσης και στην κατάσχεση ή δέσμευση, λόγω ακριβώς της συνάφειας και στενής εξάρτησης του δικονομικού θεσμού από το επιτρεπτό της ουσιαστικής κύρωσης που αποσκοπεί να εξασφαλίσει. Ενόψει δε της στενής τελολογικής σύνδεσης της κατάσχεσης και της δέσμευσης με τη δήμευση, την οποία και μόνο αυτές εξυπηρετούν, η κατάσχεση ή δέσμευση δεν μπορούν να υπερακοντίζουν τα όρια της δήμευσης. Η κατάσχεση και η δέσμευση, ως μέτρα που έχουν σκοπό εξασφαλιστικό μιας επικείμενης και πιθανής δήμευσης δικαιολογούνται έτσι αποκλειστικά και μόνο στο μέτρο που δικαιολογείται και επιτρέπεται η δήμευση, άρα στην ίδια ακριβώς έκταση με αυτήν.


   Γ. Εφόσον είναι απαγορευμένη συνταγματικά κύρωση η γενική δήμευση, κατά μείζονα λόγο είναι εύλογο να μην μπορεί να γίνει δικαιοκρατικά ανεκτή η επιβολή δικονομικών μέτρων με αντίστοιχο περιεχόμενο και πρακτικά ισοδύναμες συνέπειες, όταν μάλιστα αυτές επιβάλλονται υπό καθεστώς μειωμένων σε σύγκριση με την απαγορευμένη ποινική κύρωση εγγυήσεων. Ειδικά δε οι κατασχέσεις και δεσμεύσεις που κατατείνουν στην εξασφάλιση των δημευτέων επιβάλλονται διαδικαστικά πρόωρα και μάλιστα σε βάρος προσώπου που ακόμη τεκμαίρεται αθώο.


   Δ. το περιεχόμενο της απαγόρευσης του άρθρου 7§3 Σ υποδεικνύει την κατεύθυνση προστασίας που διατρέχει τη λογική του νομοθέτη και δεν μπορεί να αντιστρέφεται η φορά του. Ταυτόχρονα κάθε σχετικό ερμηνευτικό εγχείρημα που οδηγεί στον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να ελέγχεται αυστηρά υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Η γενική δικονομική δέσμευση όλων των ιδιοκτησιακών ή περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου, ενόψει απλής πιθανολόγησης σχετικά με την επικείμενη επιβολή δήμευσης σε ορισμένα μόνο από αυτά, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή υπό το πρίσμα της αναλογικότητας (βλ. σχετικά εισαγγελική πρόταση σε ΣυμβΠλημΜεσολογγίου 2/1992, Υπερ1992, 140).


   Ε. κάθε σκέψη για επιβολή κατάσχεσης ή δέσμευσης γενικά και αφηρημένα σε όλα τα ιδιοκτησιακά και περιουσιακά στοιχεία του κατηγορουμένου εγκυμονεί τον κίνδυνο της καταστρατήγησης της συνταγματικής απαγόρευσης της γενικής δήμευσης. Η αναγνώριση τέτοιας δυνατότητας θα σήμαινε τον κίνδυνο διωκτικών καταχρήσεων και αυθαιρεσιών, σε βαθμό μάλιστα που μπορεί να οδηγεί με ευκολία στη συντριβή και τον εκμηδενισμό του ατόμου ή στη μεταχείρισή του ως απλό μέσο για την εξυπηρέτηση εγκληματοπροληπτικώνσκοπών, πράγμα που απάδει προς την επιταγή για σεβασμό της αξίας του ανθρώπου σύμφωνα με το άρθρο 2§1 Σ.


   ΣΤ. Τυχόν σκέψη ότι μέσω γενικής κατάσχεσης ή δέσμευσης θα μπορούσε να εξασφαλιστεί όχι μόνο η δήμευση του συγκεκριμένου κάθε φορά στοιχείου, αλλά περαιτέρω το ισότιμο της αξίας του δημευτέου αντικειμένου, ως μέγεθος το οποίο επίσης μπορεί επιτρεπτά να αφαιρεθεί με εναλλακτικό-υποκατάστατο τρόπο δεν ευσταθεί με βάση την αρχή της αναλογικότητας που (πρέπει να) διέπει την επιβολή και τη διατήρηση κάθε δικονομικού μέτρου. Κάτι τέτοιο ακυρώνει περαιτέρω σε σημαντικό βαθμό τη δυνατότητα άμυνας του θιγόμενου και προσκρούει ταυτόχρονα στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας. Ακόμη δε και στην περίπτωση της διάταξης του άρθρου 46§2εδ.α’ του ν.3691/2008, η εναλλακτική δήμευση και η αντίστοιχη κατάσχεση ή δέσμευση πρέπει να περιορίζονται καταρχάς μόνο σε περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς αυτήν που πιθανολογείται ότι θα πρέπει να δημευτεί ως περιουσία ή προϊόν που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δήμευσης.


   Ώστε πρέπει να γίνεται συγκεκριμένη συσχέτιση ορισμένων πραγμάτων με συγκεκριμένη κάθε φορά διωκόμενη πράξη. Αυτό ισοδυναμεί με απαίτηση επαρκούς προσδιορισμού της συγκεκριμένης κάθε φορά αξιόποινης πράξης με την οποία γίνεται η συσχέτιση αυτή. Επομένως τα επιμέρους αντικείμενα ιδιοκτησίας που υπόκεινται σε ειδική δήμευση θα πρέπει να παρουσιάζουν κάθε φορά έναν σαφή σύνδεσμο προς την τέλεση συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης. Επιτρέπεται να δεσμευτεί μόνο ό,τι είναι πιθανό να δημευτεί στη συνέχεια, επομένως κατάσχεση αφηρημένα και γενικά δεν δικαιολογείται.


   Το μέτρο του άρθρου 48§1 του ν.3691/2008 κάθε άλλο παρά προσωρινά επιβάλλεται. Ούτε η επιβολή του έχει συγκεκριμένο, στενό χρονικά ορίζοντα, ούτε προβλέπεται μηχανισμός αυτοδίκαιης εντός συγκεκριμένης προθεσμίας άρσης του. Άρα η επιβολή του εν λόγω μέτρου δέσμευσης μπορεί να διατηρηθεί μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας. Στο μέτρο λοιπόν που το «πάγωμα» δεν επιβάλλεται ως μέτρο συγκεκριμένο και ειδικό, αλλά γενικά και αφηρημένα, εκτεινόμενο σε όλους ανεξαίρετα τους λογαριασμούς, τίτλους, θυρίδες κλπ του κατηγορουμένου, ενόψει της αόριστης διάρκειάς του προσομοιάζει ουσιαστικά με μορφή ανεπίτρεπτης γενικής δήμευσης.

Όμιλος Νομικών Σωκράτη Προβατά

Οι δικηγόροι σας στη Θεσσαλονίκη

Με 35 χρόνια εμπειρίας στο Ποινικό Δίκαιο

Δικηγόροι Θεσσαλονίκη | Όμιλος Νομικών Σωκράτη Προβατά
Our firm has an excellent reputation and is known for providing quality, individualized service and attention to clients needing services.

Εγγραφείτε στο Newsletter μας

Επικοινωνία

Our Social