Σύμφωνα με την υπ’ αρ. 600/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου, ως εργατικό ατύχημα θεωρείται κάθε βλάβη του σώματος ή της υγείας (περιλαμβανομένου και του θανάτου), η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο και δεν θα συνέβαινε, αν δεν υπήρχε η εργασιακή σχέση και η, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, παροχή της εργασίας. Σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, ο παθών έχει δικαίωμα αποζημίωσης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτών προσώπων. Μάλιστα, πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν τους όρους ασφάλειας για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 662 ΑΚ. Σε κάθε περίπτωση, από το συνδυασμό του Ν. 1568/1985, π.δ 396/1994 και π.δ 17/1996 προκύπτει η υποχρέωση του εργοδότη αφενός να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παραβρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο, που μπορεί να απειλήσει την υγεία ή τη σωματική τους ακεραιότητα, καθώς επίσης και να επιβλέπει την ορθή εφαρμογή των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, και αφετέρου, στο πλαίσιο λήψης των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, να εφοδιάζει τον εργαζόμενο με τον προβλεπόμενο από το νόμο αναγκαίο εξοπλισμό ατομικής προστασίας (πχ. προστατευτικό κράνος και η ζώνη πρόσδεσης). Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε πως ακόμα και στην περίπτωση που υφίσταται συνυπαιτιότητα του εργαζομένου για το επελθόν αποτέλεσμα, δεν μπορεί αυτή να φθάσει μέχρι του σημείου της απαλλαγής του εργοδότη από οποιαδήποτε ευθύνη, εφόσον ο τελευταίος επέδειξε αμέλεια ως προς τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την ασφάλεια του εργαζομένου.