Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου 3900/2010, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 του νόμου 4446/2016, οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε Διοικητικού Δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς Επιτροπής, η οποία αποτελείται από τον Πρόεδρο του ΣτΕ, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων.
Η πράξη αυτή δημοσιεύεται σε δύο ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της δίκης, καθώς και τους παρεμβαίνοντες. Στη δίκη ενώπιον του ΣτΕ μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με αυτό το ζήτημα. Μετά την επίλυση του ζητήματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να παραπέμψει το ένδικο βοήθημα ή το ένδικο μέσο στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο.
Όταν διοικητικό δικαστήριο επιλαμβάνεται μιας υπόθεσης στην οποία ανακύπτει τέτοιο ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, μπορεί με απόφαση του να υποβάλει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβαίνοντες ενώπιον του.
Τέλος, μετά τη θέσπιση της ανωτέρω διαδικασίας, οι υποθέσεις που θέτουν μόνο αυτό το ζήτημα εισάγονται υποχρεωτικά προς κρίση σε συμβούλιο κατά τα άρθρα 34 Α και 34 Β του Προεδρικού Διατάγματος 18/1989 και 126 Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.